Στο φως 10 άγνωστα ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου

Δέκα παντελώς άγνωστα ποιήματα του μεγάλου μας ποιητή Γιάννη Ρίτσου φέρνει στο φως σε αποκλειστικότητα το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.

Πρόκειται για την ποιητική συλλογή "Το Υπερώον" η οποία θα κυκλοφορήσει το Νοέμβριο στα βιβλιοπωλεία από τις εκδόσεις Κέδρος.

Το "Υπερώον" είναι μια συλλογή "σονέτων", 72 ολιγόστιχων πεζόμορφων ποιημάτων, που γράφτηκαν το 1985, στο πολυτονικό σύστημα.

Τα ποιήματα έδωσε στη δημοσιότητα η κόρη του ποιητή, Έρη.

Τα πρωτοφανέρωτα υπερώα ποιήματα είναι γραμμένα κυρίως με μια υπαρξιακή υπερ- οπτική, χωρίς βέβαια να αποξενώνονται από τον αγωνιστικό μύθο, ο οποίος όμως ενυπάρχει ως αχλή και ως μοτίβο.

Θεματικά αλλά και μορφολογικά μοιάζουν με τα έργα του "Μαρτυρίες" (1966) και "Λοιπόν;" (1978).

Ο άλλοτε ελλειπτικός λόγος του Ρίτσου έχει δώσει τη θέση του σε μια υψηλή, προσεγμένη, δυναμική κι εμπνευσμένη διατύπωση που διαπνέεται από έναν επαναστατικό παλμό. Ο ίδιος άλλωστε ο ποιητής δεν επεχείρησε ποτέ να κρύψει ότι κάνει στρατευμένη τέχνη.

Και για να μην περιμένετε μέχρι το Νοέμβριο, πάρτε μια πρώτη "γεύση" από τα έργα αυτά:

 

ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

Μιλούσε για μυστικές αρτηρίες ,

για σιωπηλά εφόδια,

για κείνο το ανάλαφρο βάρος στις πλάτες

όταν η Μαρία λύνει την ποδιά της και κοιτάει απ΄ το παράθυρο,

όταν δύο νέοι εμπορεύονται στο πεζοδρόμιο

λαθραία υφάσματα,

όταν ο Λαοδίκης στον εξώστη, με ριγέ πιτζάμες,

κλείνει τα μάτια του στο μέγα φως,

κι η θάλασσα μας πλησιάζει

όλους ανεξαιρέτως

διδακτική, αμερόληπτη, αμνησίκακη.

 

Ο ΩΡΑΙΟΣ ΔΡΑΠΕΤΗΣ

Φτηνό το φως, φτηνά μαγαζιά, φθηνότερα λόγια.

Άλλοι έφυγαν, άλλοι κοιμούνται, άλλοι πεθάνανε.

Κι αυτοί κι εκείνοι το ίδιο γερνάνε.

Εσύ αρνήθηκες τον γενικό κανόνα.

Άφησες πλαγιασμένο στο κρεβάτι σου το ομοίωμά σου

μην καταλάβουν πως εσύ πλανιέσαι

στο μέγα δάσος, άοπλος κυνηγός,

φορώντας τις λευκές σου μπότες.

 

ΠΑΡΑΠΛΑΝΗΤΙΚΟ

Η σιωπηλή αθωότητα της άγνοιας. Πόσες

διαδοχικές αναιρέσεις , σφαλερές διαισθήσεις.

Κοιτούσες το βουνό, το ποτάμι, το σύννεφο.

Τα ωραία κορίτσια χάθηκαν στον κήπο

πίσω από πανύψηλα χρυσάνθεμα.

Η νύχτα

διαστέλλονταν πάνω απ΄ την πόλη.

Κι εσύ

απόμεινες ασάλευτος μέσα στο διχασμό σου,

έχοντας μόνο άλλοθι το άστρο.

 

ΧΩΡΟΣ ΑΠΟΡΡΙΜΑΤΩΝ

Πίσω απ΄τη μάντρα ,σπασμένα γυαλιά,

σπασμένες στάμνες και κονσερβοκούτια,

τα λυπημένα σκυλιά, οι άγριες γάτες,

πλήθος τσουκνίδες κι ανάμεσά τους

ένα μικρό λουλούδι κίτρινο,

σαν άστρο παραμελημένο,

έχει αναλάβει να πληρώσει όλα τα σπασμένα.

Μαζί κι εγώ.

 

ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ

Πριν από εσένα ήσουν εσύ;

Έξω στο δρόμο δεν περνάει κανένας.

Το φως του δωματίου πέφτει κάθετα

τονίζοντας τα ζυγωματικά, σβήνοντας το σαγόνι

μέσα στην ίδιαν απορία: «υπήρξαμε;». Έτσι

πέταξα το ποτήρι απ΄ το παράθυρο.

Έτσι άκουσα τουλάχιστον κάτω στο πεζοδρόμιο τον κρότο: «υπάρχουμε».

 

ΔΙΕΙΣΔΥΣΗ

Τα πιο πολλά, τα πιο ωραία,

τα΄δες απ΄την κλειδαρότρυπα- λουλούδια πεσμένα στο πάτωμα

και μέσα στα παπούτσια σου.

Καλύτερα λοιπόν

να περπατάς ξυπόλητος

μη σ΄ακούσουν.

 

ΤΟ ΑΔΙΑΒΑΤΟ

Άνθρωποι ριψοκίνδυνοι ήταν.

Δεν το περηφανεύονταν ωστόσο.

Έσπασε το θερμόμετρο,

ο υδράργυρος σκόρπισε.

Σαν φτάσαμε στα σύνορα

μας σταμάτησαν.

Τα ψεύτικα διαβατήρια

ήταν έγκυρα.

Εμείς δεν περάσαμε.

 

ΔΗΜΟΣΙΟ ΠΑΡΚΟ

Στη μικρή λίμνη τα χρυσόψαρα κι ένας κύκνος.

Στο παγκάκι η Περσεφόνη σταυροπόδι. Τα γόνατά της

λάμπουν ωραία. Όμως , προπάντων, αυτός ο κύκνος ακριβώς ήταν το επιχείρημα σου

να συνεχίσεις να γράφεις μετά θάνατον.

 

ΥΑΛΟΥΡΓΕΙΑ

Οι φούρνοι των υαλουργείων. Φλόγες, διαθλάσεις,

κρυστάλλινες μορφές, αγαλμάτια, δοχεία.

Το σώμα της Άρτεμης διάφανο,

ο κλόουν, ο υπνοβάτης, η θλιμμένη χελώνα,

τα δίδυμα άλογα. Σχήματα οικεία-

μακρινές μνήμες επιστρέφοντας στον εαυτό τους,

πραγματωμένη διαφάνεια. Πρόσεχε- είπε-

αχ, η ονειρεμένη, η εύθραυστη, διαψευσμένη,

η προδοτική.