Καμπότζη: Ανακαλύπτοντας ένα ξυπόλυτο βασίλειο

Αποστολή στην Καμπότζη: Ελένη Νικολούλια

Διαθέτει Βασιλιά και αποτελεί διάδοχο κράτος μιας πανίσχυρης αυτοκρατορίας. Διασχίζεται από έναν από τους μεγαλύτερους ποταμούς του κόσμου και αποτέλεσε για σχεδόν έναν αιώνα προτεκτοράτο των Γάλλων.

Η Καμπότζη του χτες έχει πλούσια ιστορία. Πλούσια λόγω του royal παρελθόντος της, αλλά και πλούσια εξ αιτίας των γεγονότων που τη στιγμάτισαν.

Εν έτει 2013 ωστόσο με απλά λόγια μπορώ να περιγράψω την κουκκίδα αυτή της Νοτιοανατολικής Ασίας ως ένα μέρος που μπορεί να κάνει πλούσιο τον κάθε επισκέπτη του. Πλούσιο φυσικά, μόνο σε συναισθήματα.

Προσγειώθηκα στο αεροδρόμιο της Σιέμ Ριπ, της δεύτερης μεγαλύτερης πόλης της Καμπότζης, ένα μεσημέρι του Αυγούστου. Η επιλογή της ημερομηνίας θεωρητικά ήταν ατυχής μιας και σε εκείνη την πλευρά του κόσμου τη συγκεκριμένη περίοδο οι μουσώνες δεν σου αφήνουν και πολλές περιθώρια να απολαύσεις τις βόλτες σου, ωστόσο... ποιος θα νοιαστεί για λίγη βροχή μια στο τόσο όταν έξω έχει μόνιμα 30 βαθμούς και όλα γύρω σου είναι πιο πράσινα από ποτέ;

Ατυχής επίσης θα μπορούσε να θεωρηθεί και η επιλογή της συγκεκριμένης πόλης, μιας και ο “κανόνας” θέλει την πρώτη φορά που επισκεπτόμαστε μια ξένη χώρα να ξεκινάμε από την πρωτεύουσά της.

Μα πώς θα έβλεπα από κοντά το Άνγκορ Βατ, το μεγαλύτερο αλλά και ένα από τα πιο αξιόλογα μνημεία της ΝΑ Ασίας, το κόσμημα της χώρας αλλά και κυριολεκτικά το δώρο Θεού για τους κατοίκους της πολύπαθης αυτής χώρας;

Τα πάθη της ωστόσο ήταν και ένας ακόμη λόγος που αντί να βρεθώ στην πρωτεύουσά της, το Πνομ Πενχ, επέλεξα την πανέμορφη Σιέμ Ριπ...

Η Πνομ Πενχ αποτέλεσε το κέντρο των αισχρών δραστηριοτήτων του Πολ Ποτ, του ηγέτη του κομμουνιστικού κινήματος και πρωθυπουργού της Καμπότζης, ο οποίος ως αρχηγός των “Ερυθρών Χμερ” προκάλεσε μία από τις πιο αξιοσημείωτες γενοκτονίες στην ιστορία.

Ο Πολ Ποτ επιθυμούσε την επιστροφή σε μία αγροτική οικονομία και έτσι προχώρησε στην εκκαθάριση των μορφωμένων, σκοτώνοντας ακόμα και όποιον φορούσε γυαλιά. Το αποτέλεσμα, ήταν περισσότεροι από 2 εκ. κάτοικοι της Καμπότζης να πεθάνουν (σχεδόν το 20% της χώρας), και να απομείνει ένα κράτος που άρχισε να γεννιέται και πάλι από το μηδέν.

Παράλληλα, αν και επίσημα το κράτος της ήταν ουδέτερο κατά τον πόλεμο του Βιετνάμ, βομβαρδίστηκε από την αμερικανική αεροπορία, καθώς η μεθόριός της αποτελούσε καταφύγιο των Βιετκόνγκ.

Η Πνομ Πενχ βάφτηκε στο αίμα και αυτό ήταν μια αύρα που επιθυμούσα να αποφύγω.

Προσγειώθηκα έτσι στο ίσως πιο όμορφο, λιλιπούτειο, προσεγμένο και εξωτικό αεροδρόμιο που έχω δει ποτέ ως τώρα. Μετρά μόλις ελάχιστα χρόνια λειτουργίας και όπως συμβαίνει πλέον και με την ευρύτερη περιοχή, έτσι κι εδώ το καλωσόρισμα του “ξένου” γίνεται πάντα με χαμόγελα και πάντα με τις πιο ευχάριστες προδιαγραφές.

Για τη διαμονή μου είχα επιλέξει το La Residence d' Angkor, μέλος της διεθνούς αλυσίδας των Orient Express, κάτι που έγινε για δύο λόγους:

Αφενός γιατί σε ένα τόσο άγνωστο μέρος ήθελα να αισθάνομαι όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ασφάλεια (αν και στην πορεία κατάλαβα ότι καμία τέτοια αγωνία δεν θα έπρεπε να έχω), και αφετέρου γιατί το συγκεκριμένο resort βρίσκεται σε έναν από τους κεντρικότερους δρόμους της πόλης και σε απόσταση αναπνοής από όλα όσα ήθελα, έπρεπε και επιθυμούσα να δω και να βιώσω.

Το πράσινο είναι παντού. Το μόνο που βλέπεις είναι αιωνόβια δέντρα και άγνωστα φυτά. Βλέπεις άφθονο γκαζόν και πεντακάθαρους δρόμους, βλέπεις τα χαρακτηριστικά “τουκ τουκ” (μοτο-ταξί) να μετακινούν κατοίκους και τουρίστες, βλέπεις κόσμο ανέμελο και ήσυχο να απολαμβάνει τις βόλτες ή το πικ νικ του στις όχθες του Μεκόνγκ που διασχίζει το μεγαλύτερο τμήμα της πόλης.

Ωραία εικόνα για να ξεκινάς το ταξίδι σου!

Σα να μην βρίσκεσαι στη χώρα με τη μεγαλύτερη έκταση ναρκοπεδίων, την απύθμενη φτώχεια, τα ορφανά και το χαμηλό βιοτικό και μορφωτικό επίπεδο.

Σα να σου φεύγει με μιας κάθε άγχος για την ασφάλειά σου και σα να θες να βάλεις γρήγορα τα πιο άνετα ρούχα σου και να ξεχυθείς στους δρόμους.

Και άλλωστε αυτό είναι που πρέπει να κάνεις ερχόμενος εδώ. Στάσεις σε ένα αξιοθαύμαστο παρελθόν.

Να περάσεις μία από τις πρώτες ημέρες σου σαφώς στο σύμπλεγμα των ναών Angkor Wat (ως επί το πλείστον χτισμένοι το 12 αιώνα), το μεγαλύτερο σε έκταση στον κόσμο και Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO για το οποίο μάλιστα οι κάτοικοι της Καμπότζης είναι τόσο περήφανοι που το έχουν και ως σύμβολο της σημαίας τους... αλλά και ως όνομα της τοπικής τους μπύρας την οποία θα σου προσφέρουν όπου βρεις με κάθε ευκαιρία.

Το μονοήμερο εισιτήριο για την επίσκεψή σου στους ναούς θα σου κοστίζει μόλις 20 δολάρια (ναι, σε αμερικάνικα δολάρια θα κάνεις την κάθε σου συναλλαγή εδώ, κάτι που κάτι τα πράγματα σαφώς πιο εύκολα από το να χρειαζόταν να κάνεις δύσκολες μετατροπές με το δικό τους ασταθές νόμισμα).

Τα 20 ευρώ σου εξασφαλίζουν είσοδο στον κεντρικό ναό του Angkor Wat ο οποίος αποτελείται από 5 πυργίσκους που αναπαριστούν τα 5 επίπεδα του κόσμου και αποτελούσε ιερό τόπο τόσο των Ινδουιστών όσο και των Βουδιστών.

Στη βόλτα σου θα δεις επίσης το ναό-ζούγκλα Ta Prohm, ένα εξωπραγματικό αριστούργημα (ευρέως γνωστό χάρη στα γυρίσματα της ταινίας Tomb Raider) στο οποίο άνθρωπος και φύση φαίνεται να μπλέχτηκαν σε μιαν αέναη πάλη με νικητή το συναίσθημα που αντικρίζει ο επισκέπτης φτάνοντας εδώ, αλλά και με δέντρα που μαρτυρούν τους αιώνες που μετρούν πάνω στη γη να ξεπροβάλλουν από τα μισογκρεμισμένα δώματα.

Ακολουθεί ο Bayon, ένας ακόμη σπουδαίος ναός τον οποίο κοσμούν περισσότερα από 200 κεφάλια του Βούδα τα οποία είναι σκαλισμένα σε κάθε πιθανό και απίθανο σημείο του με πιο αξιοθαύμαστο στοιχείο το ότι κάθε ένα από αυτά χαμογελά φτιάχνοντάς σου ακόμη περισσότερο της διάθεση πριν προχωρήσεις στον επόμενο, ή στους επόμενους ναούς που σε περιτριγυρίζουν. Ώρες (όχι και τόσο) αιχμής.

Και αν καταφέρεις και ξεκολλήσεις από τις επισκέψεις σου στο παρελθόν του τόπου, σειρά έχει φυσικά το φαγητό!

Κανόνας πρώτος και μόνιμος: Μην φοβηθείς την κουζίνα του δρόμου! Θα είναι τουλάχιστον κρίμα να μην δοκιμάσεις τις φρεσκοψημένες γαρίδες του ποταμού ή τις χειροποίητες σάλτσες με κάρι και ντόπιο -τούρμπο- τσίλι που βουτούν σε ζουμερό κοτόπουλο, και θα είναι λάθος να μην περπατήσεις με ένα καλαμάκι από ολόφρεσκα εξωτικά φρούτα στο χέρι την ώρα που κάνεις τη βόλτα σου στην πόλη. Φυσικά, αν είσαι τολμηρός... μην πεις όχι στο τοπικό delicacy, τις τηγανητές ακρίδες και τις ταραντούλες που απαιτούν μεν (πολύ) γερό στομάχι για την χώνεψή τους, ωστόσο... έφτασες που έφτασες ως εδώ, καλό θα ήταν να είσαι τολμηρός.

Όσο για τις υπόλοιπες σπεσιαλιτέ αρκεί απλώς να κρατήσεις κάποιες σημειώσεις:

- Μην αναζητήσεις τα μέρη όπου τρώνε οι ντόπιοι όπως έκανα κι εγώ. Βρέθηκα μπροστά σε εικόνες με σπασμένες πλαστικές καρέκλες, ταλαιπωρημένους αγρότες -οι γυναίκες μένουν στο σπίτι να φροντίζουν τα 5+ παιδιά-, και σκηνικά που δεν έχεις λόγο να δεις, πόσω μάλλον να σε περιτριγυρίζουν την ώρα που θα τρως. Άλλωστε είπαμε, αν επιθυμείς κάτι αρκετά local, δεν έχεις παρά να εμπιστευθείς το φαγητό του δρόμου το οποίο είναι πάντα εξαιρετικό!

- Κατά τα άλλα, όλοι οι δρόμοι θα σε οδηγήσουν στην pub street, ένα σύμπλεγμα 5 δρόμων τόσο... έντονων όσο μαρτυρά και το όνομά τους. Κιτς ταμπέλες από νέον, εκκωφαντικές μουσικές κάθε είδους τα βράδια, αλλά μέσα σε όλα αυτά θα βρεις γευστικά διαμάντια που θα σε κάνουν να ξεχάσεις πως υπό οποιαδήποτε άλλη περίπτωση αποκλείεται να έτρωγες σε ένα από αυτά τα μέρη.

- Σχεδόν όπου και να καθίσεις το φαγητό θα είναι εξαιρετικό και μάλιστα πρωτόγνωρο για τα γούστα σου. Θα δοκιμάσεις από την τοπική σπεσιαλιτέ που είναι σούπα με αλιγάτορα, κοτόπουλο και χοιρινό, θα δοκιμάσεις εξαιρετικό ψάρι όπου κι αν βρεθείς, ακόμη και με ονόματα που δεν έχεις ξανά ακούσει, και φυσικά δεν θα σταματήσεις να απολαμβάνεις δροσερά φρούτα που άλλοτε είναι απλώς όμορφα αλλά άγευστα, όπως το Dragon Fruit, άλλοτε “συνηθισμένα” όπως το Mango και άλλοτε πεντανόστιμα αλλά με μυρωδιές που περισσότερο θυμίζουν παπουτσοθήκη, όπως το Durian.

- Στις γευστικές σου σημειώσεις κράτησε και τους πάντα ολόφρεσκους ξηρούς καρπούς αλλά και μια ακόμη σπεσιαλιτέ τους, το Amok, ένα πιάτο που φτιάχνεται από κάρι και φύλλα μπανάνας με βάση το ψάρι.

Κατά τα άλλα, μην παραλείψεις να βιώσεις και μία από τις πιο πρωτόγνωρες και σπουδαίες εμπειρίες που θα έχεις κάνει ως τώρα.

Κατά μήκος των κεντρικών δρόμων θα βλέπεις διαρκώς μικρές επιχειρήσεις που νοικιάζουν γουρούνες. Μια βόλτα με αυτές, πάντα με συνοδεία οδηγού, αρκεί για να σε φέρει μπροστά στις εικόνες που εξ αρχής αναζητούσες: Απέραντες εκτάσεις με καλλιέργειες ρυζιού γίνονται ένα με πλημμυρισμένα από τη βροχή λασπώδη νερά. Μικροσκοπικές καλύβες φτιαγμένες με απλά υλικά ανοίγουν κυριολεκτικά τις πόρτες τους και χαμογελαστά παιδάκια έρχονται και πάντα σου γνέφουν, σε χαιρετούν και περιμένουν από εσένα να τους χαμογελάσεις πίσω.

Τα παιδάκια γίνονται όλο και περισσότερα μιας και στη βόλτα σου θα περάσεις από δεκάδες ορφανοτροφεία που βρίσκονται κατά μήκος της ενδοχώρας.

Το διάβα σου θα σταματούν μόνο κοπάδια από αγελάδες ενώ κάθε τόσο θα σε προσπερνούν ποδήλατα ή αυτοκίνητα με καρότσες που θα κουβαλούν ό, τι μπορείς να φανταστείς και ό, τι εξασφαλίζει στους κατοίκους της Καμπότζης τα προς το ζην.

 

Στη βόλτα σου να αγοράσεις καραμέλες. Να έχεις να δίνεις κάτι στα παιδιά. Και κάπου εδώ, θα νιώσεις τον πλούτο τον συναισθημάτων που σου υποσχέθηκα πως θα βιώσεις με το που περάσεις έστω και ελάχιστες από τις μέρες σου εδώ.

Εδώ, σε μια χώρα θεωρητικά ξεχασμένη από τον Θεό, εδώ σε μια πόλη που τα πάθη της της έκαναν ανθρώπινη, εδώ σε ένα μέρος από τα ομορφότερα, πιο παρθένα και πιο αυθεντικά που θα έχεις συναντήσει ποτέ.

Στο τέλος, πέρνα και από τη νυχτερινή αγορά. Θα τη συναντήσεις και πάλι γύρω από την Pub Street και αρκεί για να σε συστήσει σε χειροποίητους θησαυρούς που σε οποιοδήποτε άλλο μέρος του κόσμου θα χρυσοπλήρωνες.

Το ξυπόλυτο Βασίλειο κάπως έτσι σου αποκαλύπτεται. Χαμογέλα του πίσω, γιατί πάντα θα σου χαμογελά και αυτό, και απόλαυσέ το.