Η παράλυση των κρατικών υπηρεσιών λόγω του κοινοβουλευτικού αδιεξόδου για τον αμερικανικό προϋπολογισμό, που σήμερα κλείνει την έκτη ημέρα του, «επηρεάζει τις οικονομικές δραστηριότητες», προειδοποίησε σήμερα η Αμερικανίδα υπουργός Εμπορίου Πένι Πρίτζκερ.
Η αναστολή λειτουργίας των ομοσπονδιακών υπηρεσιών, λόγω της αδυναμίας του Κογκρέσου να συναινέσει στην κατάρτιση του προϋπολογισμού, «δεν είναι καλή για την οικονομία», δήλωσε η υπουργός λίγο πριν τη σύνοδο του 'Φόρουμ για την Οικονομική Συνεργασία Ασίας-Ειρηνικού' (APEC), που ανοίγει τις εργασίες του αύριο στην ινδονησιακή νήσο του Μπαλί.
«Αντιπροσωπεύουμε μία πολύ σημαντική πηγή πληροφόρησης για τις αμερικανικές επιχειρήσεις κι αυτό είναι ένα πρόβλημα...Αυτό επηρεάζει τις εμπορικές δραστηριότητες κι αυτό επηρεάζει την ικανότητα των επιχειρήσεων και των αγορών να προσλαμβάνουν πληροφορίες», πρόσθεσε η ίδια, κάνοντας αναφορά για τα στοιχεία που τακτικά δημοσιεύονται στον ιστότοπο του υπουργείου της, που πλέον είναι κλειστό εξαιτίας της παράλυσης του κρατικού μηχανισμού.
«Ευελπιστώ, λοιπόν, πως θα βρεθεί μία λύση. Αυτό εξυπακούεται πως έχει συνέπειες», είπε.
*Παράλληλα, η Αμερικανίδα υπουργός, αναφερόμενη στα καθαυτά της συνόδου στο Μπαλί, δήλωσε πως οι χώρες που διαπραγματεύονται ένα ιστορικής σημασίας σύμφωνο ελευθέρου εμπορίου για την περιοχή, «έχουν επιτελέσει μεγάλη πρόοδο και ένας αριθμός από κεφάλαια έχουν κλείσει και έχουμε έλθει σε συμφωνία και για τα υπόλοιπα ανοικτά κεφάλαια».
Οι ΗΠΑ επιδιώκουν να επιτευχθεί η συμφωνία μέχρι τα τέλη του έτους για τη Δια-Ειρηνική Συνεργασία (ΤΤΡ) μεταξύ των 12 εμπορικών εταίρων, η οποία θα θεσπίσει τα πρότυπα για τις εμπορικές συμφωνίες του 21ου αιώνα.
Η Ιαπωνία από την πλευρά της επιθυμεί να προστατεύσει την αγροτική της βιομηχανία, ενώ η Μαλαισία επιμένει να τεθούν εκτός συμφωνίας τα μέτρα για τον έλεγχο της παραγωγής καπνού.
Από την άλλη, οι οργανώσεις κοινωνικών κι ανθρωπίνων δικαιωμάτων διατείνονται πως οι αυστηροί κανονισμοί για τα πνευματικά κι εμπορικά δικαιώματα που προτείνουν οι ΗΠΑ θα στερήσουν την πρόσβαση στα φάρμακα σε πολλά εκατ. ανθρώπους στις αναπτυσσόμενες, αλλά και στις ανεπτυγμένες χώρες.