Προτάσεις της τρόικας για την παράκαμψη της δικαστικής επίλυσης των φορολογικών διαφορών, αλλά και θέσεις φορέων και επιμελητηρίων για κάποια ζητήματα σχετικά με τη φορολόγηση των επιχειρήσεων υιοθέτησε το υπουργείο Οικονομικών μέσω τροποποιήσεων και νομοτεχνικών βελτιώσεων που κατέθεσε χθες στο πολυνομοσχέδιο για τον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος.
Στο κείμενο του νομοσχεδίου περιλήφθηκε τροποποίηση σύμφωνα με την οποία οι προϋποθέσεις και τα κριτήρια υπό τις οποίες τα ασφάλιστρα που καταβάλλονται από τον εργοδότη για την ιατροφαρμακευτική και νοσοκομειακή κάλυψη του προσωπικού του και για την κάλυψη κινδύνου ζωής ή ανικανότητας δεν υπολογίζονται στο ακαθάριστο εισόδημα θα επανεξετασθούν τον προσεχή Σεπτέμβριο.
Επίσης, στις διατάξεις για τις εκπιπτόμενες επιχειρηματικές δαπάνες περιλήφθηκε και διάταξη που αναφέρει πως οι ασφαλιστικές εισφορές των μελών των ατομικών και προσωπικών εταιρειών, καθώς και των λοιπών νομικών προσώπων και οντοτήτων είναι πλήρως εκπιπτόμενες.
Σημαντική αλλαγή επήλθε στο άρθρο 70 του Κώδικα που αναφέρεται στην μείωση του προκαταβλητέου φόρου από επιχειρηματική δραστηριότητα που αποκτούν τα φυσικά πρόσωπα σε περίπτωση που το εισόδημά τους μειωθεί άνω του 25%. Σύμφωνα με τον Κώδικα ο φορολογούμενος στην περίπτωση αυτή μπορεί να ζητήσει με αίτηση του τη μείωση του φόρου που του βεβαιώθηκε.
Η φορολογική διοίκηση θα προβαίνει στην επαλήθευση της αίτηση που υποβλήθηκε και υποχρεούται μέσα σε προθεσμία τριών μηνών από την υποβολή της να ανακοινώσει στο φορολογούμενο τα αποτελέσματα του ελέγχου,. Αν διαπιστώσει πως το εισόδημα μειώθηκε πραγματικά άνω του 25% προβαίνει στην έκπτωση ανάλογου με τη μείωση που επήλθε ποσού φόρου από τις επόμενες δόσεις που οφείλονται.
Στο άρθρο 14 που αναφέρεται στις απαλλαγές εισοδήματος από μισθωτή εργασία και συντάξεις ξεκαθαρίσθηκε πως από τον υπολογισμό του εισοδήματος από μισθωτή εργασία και συντάξεις εξαιρούνται η αποζημίωση εξόδων διαμονής και σίτισης και η ημερησία αποζημίωση που έχουν καταβληθεί από τον εργαζόμενο αποκλειστικά για σκοπούς της επιχειρηματικής δραστηριότητας του εργοδότη.
Στο άρθρο 46 του ΚΦΕ για τα απαλλασσόμενα νομικά πρόσωπα προστέθηκε διάταξη που αναφέρει πως από το φόρο εισοδήματος απαλλάσσεται και το Ταμείο Αξιοποίησης της Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου σύμφωνα με τη νομοθεσία που το διέπει.
Αλλαγή επήλθε στο άρθρο 72 του Κώδικα το οποίο πλέον προβλέπει πως συσσωρευθέντα κεφάλαια που αντιστοιχούν σε καταβαλλόμενα έως τις 31 Δεκεμβρίου 2013 ασφάλιστρα του εργαζομένου εξαιρούνται από την αυτοτελή φορολόγηση με συντελεστή 15%. Σύμφωνα με προσθήκη στο ίδιο άρθρο η φορολογία των εταιρειών επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία, αλλά και των θυγατρικών τους δεν θίγονται από τις διατάξεις του Κώδικα.
Εξάλλου, με αλλαγές που επήλθαν στο άρθρο 74 του πολυνομοσχεδίου εισάγεται ο θεσμός της ενδικοφανούς προσφυγής για την ταχύτερη βεβαίωση φόρων και προστίμων. Σύμφωνα με τις νέες διατάξεις από την 1η Αυγούστου 2013 ο φόρος που θα βεβαιώνεται με βάση φύλλο ελέγχου που έγινε οριστικό, λόγω μη άσκησης ή εκπρόθεσμης άσκησης προσφυγής, θα καταβάλλεται εφάπαξ και όχι σε έξι ίσες μηνιαίες δόσεις όπως ισχύει σήμερα.
Τα παραπάνω ισχύουν ανάλογα και επί δικαστικού συμβιβασμού, δηλαδή πλέον ακόμα και όταν θα υπάρχει απόφαση διοικητικού δικαστηρίου ο φόρος θα καταβάλλεται εφάπαξ και όχι σε δύο ίσες μηνιαίες δόσεις, κάτι που ισχύει σήμερα. Μάλιστα, αν ασκηθεί από το φορολογούμενο εμπρόθεσμη προσφυγή βεβαιώνεται αμέσως από τον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. ποσοστό 50% του αμφισβητούμενου κύριου φόρου, πρόσθετου φόρου και λοιπών συμβεβαιούμενων με αυτόν φόρων και τελών.
Από την 1η Αυγούστου θα καταβάλλονται εφάπαξ ακόμη και φόροι, τέλη και εισφορές που βεβαιώνονται, βάσει προσωρινού φύλλου ελέγχου, που εκδόθηκε μετά από προσωρινό έλεγχο. Σήμερα και αυτοί οι φόροι αποπληρώνονται σε έξι ισόποσες μηνιαίες δόσεις. Το νέο άρθρο 74 του πολυνομοσχεδίου ξεκαθαρίζει ακόμη πως όταν υπάρχει πρακτικό αποδοχής της φορολογικής διαφοράς ή δικαστικός συμβιβασμός τα πρόστιμα θα περιορίζονται κατά το 1/3 στρογγυλοποιούμενα στην πλησιέστερη προς τα κάτω μονάδα ευρώ, υπό την προϋπόθεση ότι θα καταβληθεί το 20% του οφειλόμενου ποσού.