Ολομέτωπη επίθεση του υπουργού Επικρατείας στο πρόγραμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης
Να αποτραπεί ο τεράστιος -όπως είπε- κίνδυνος για το ασφαλιστικό και τις συντάξεις μέσω του προγράμματος της ΝΔ, ζήτησε ο υπουργός Επικρατείας και υποψήφιος του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία στην Α' Αθηνών, Δημήτρης Τζανακόπουλος, σε συνέντευξη του στον ρ/σ «Στο Κόκκινο».
Ο κ. Τζανακόπουλος σημείωσε, πως παρά τη φαινομενική βεβαιότητα του κ. Μητσοτάκη για νίκη στις εκλογές, φαίνεται πως ανησυχεί σφόδρα. «Από όταν η ΝΔ παρουσίασε το πρόγραμμά της για το ασφαλιστικό, εξήγησε ο κ. Τζανακόπουλος, «η κυβέρνηση, αλλά και ο ΣΥΡΙΖΑ, είχαν καταστήσει σαφές, ότι πρόκειται για ένα σχέδιο ιδεοληπτικό, εμμονικό και εξαιρετικά επικίνδυνο όχι μόνο για τα δημόσια ταμεία αλλά και για τους ίδιους τους συνταξιούχους, καθώς θέτει εν αμφιβόλω την καταβολή των επικουρικών συντάξεων» είπε.
Συμπλήρωσε ότι «σύμφωνα με το σχέδιο της ΝΔ, το κράτος δεν θα εγγυάται το σύνολο της επικουρικής σύνταξης, ακριβώς επειδή το κόστος μετάβασης αυτού του συστήματος είναι τεράστιο και υπερβαίνει τα 50-55 δισ. Για να καταλαβαίνει ο κόσμος, αυτή τη στιγμή οι κύριες και επικουρικές συντάξεις πληρώνονται από τις εισφορές των εργαζομένων. Στη συνέχεια οι εργαζόμενοι βγαίνουν στη σύνταξη και οι νέοι εργαζόμενοι πληρώνουν τις συντάξεις και έτσι το σύστημα ανακυκλώνεται. Με βάση δε, τις μελέτες το ασφαλιστικό σύστημα έχει για πρώτη φορά βιωσιμότητα μέχρι το 2060. Όλα τούτα έρχεται τώρα η ΝΔ και τα αμφισβητεί με τις προτάσεις της».
Πρόσθεσε ότι «πρέπει να μας βάλει σε πολύ μεγάλο προβληματισμό το γεγονός, ότι τις τελευταίες μέρες ο κ. Μητσοτάκης αποφεύγει να αναλύσει το σχέδιό του για το ασφαλιστικό. Στην παρουσίαση του προγράμματός του είπε μόνο, ότι προτίθεται να καταργήσει τον νόμο 43/87 και από εκεί και πέρα δεν εξήγησε τίποτα σε σχέση με το τι σκέφτεται να κάνει. Η επιλογή του να ανοίξει τον τομέα της επικούρησης σε ιδιωτικές εταιρείες είναι μια "βόμβα" στα θεμέλια του ασφαλιστικού συστήματος και για αυτόν το λόγο οι Έλληνες πολίτες πρέπει στις 7 Ιουλίου να αποτρέψουν αυτόν τον τεράστιο κίνδυνο που ελλοχεύει για το ασφαλιστικό, τις συντάξεις και σε τελευταία ανάλυση για την κοινωνική συνοχή».
Σε ερώτηση για το πρόγραμμα εν γένει, του βασικού αντιπάλου του ΣΥΡΙΖΑ, ο υπουργός και υποψήφιος βουλευτής παρατήρησε πως μέχρι και τις ευρωεκλογές η ΝΔ ήταν λαλίστατη για το πρόγραμμά της. «Επαναλάμβανε την νεοφιλελεύθερη μανιέρα ότι θα ανοίξει την ασφάλιση στον ιδιωτικό τομέα, θα δημιουργήσει όρους ελαστικότητας στην αγορά εργασίας, ότι θα μειώσει φόρους στην κορυφή της πυραμίδας, ότι θα καταργήσει ενδεχομένως τα βασικά κεκτημένα των εργαζομένων όπως το 8ωρο, την 5νθήμερη εργασία. Φαίνεται πως μετά τις ευρωεκλογές στη ΝΔ αποφεύγουν επιμελώς να κάνουν σαφείς αναφορές για το πρόγραμμά τους και αυτό είναι ενδεικτικό και των σχεδίων που έχουν για την επόμενη ημέρα» είπε.
«Παρά τη φαινομενική βεβαιότητα του κ. Μητσοτάκη για νίκη στις εκλογές φαίνεται πως ανησυχεί σφόδρα. Kαι για αυτόν το λόγο αποφεύγει να αντιμετωπίσει προγραμματικά και τετ-α-τετ τον Αλέξη Τσίπρα αλλά και όλους τους υπόλοιπους αρχηγούς, καθώς με μια σειρά από προσχήματα τα κόμματα της αντιπολίτευσης κατάφεραν τελικά να οδηγήσουν σε ακύρωση το μεγάλο debate. Το πρόγραμμα του κυρίου Μητσοτάκη δεν είναι παρά μια επανάληψη των όσων προωθούσε και επέβαλλε το ΔΝΤ από το 2010 μέχρι και πριν από λίγους μήνες», σημείωσε επίσης.
«Αυτό ακριβώς από την άλλη μεριά αναδεικνύει την προγραμματική υπεροχή του ΣΥΡΙΖΑ σε ό,τι αφορά στη δυνατότητα να εγγυηθεί υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης με εγγυημένα εργασιακά δικαιώματα και με αυξημένους μισθούς, αλλά και στη δυνατότητα να υπάρξει δικαιότερη φορολογία», ανέφερε στην ίδια συνέντευξη ο κ. Τζανακόπουλος. «Και εν συνεχεία, ο κ. Μητσοτάκης έφτασε στο σημείο να εξαγγείλει μέτρα για το 2019 που ήδη εφαρμόζονται όπως η μείωση του ΦΠΑ στην εστίαση και τις 120 δόσεις για τις επιχειρήσεις ενώ απέφυγε απολύτως να μιλήσει για μέτρα ελαφρύνσεων το 2020» πρόσθεσε.
«Αντίθετα από τη μεριά του ΣΥΡΙΖΑ έχουν κατατεθεί πάρα πολύ συγκεκριμένα μέτρα φοροελαφρύνσεων, όπως η κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης, η μείωση της προκαταβολής φόρου κατά 50%, η μείωση του συντελεστή του φόρου εισοδήματος από το 22% στο 20%, η αύξηση των αποσβέσεων από το 100% στο 150% κ.α. Μέτρα που αναδεικνύνουν ότι από τη μεριά μας υπάρχει συγκεκριμένο σχέδιο φοροελαφρύνσεων και μια στρατηγική που ακολουθεί το ρυθμό των δημοσιονομικών δυνατοτήτων της χώρας. Ενώ ο κ. Μητσοτάκης προσπαθεί μεν να δημιουργήσει μια αίσθηση ότι δήθεν έρχεται να ελαφρύνει φορολογικά τους Έλληνες πολίτες, ωστόσο το πρόγραμμά του είναι τέτοιο που στην πραγματικότητα θα οδηγήσει σε εκτροχιασμό των δημόσιων οικονομικών και σε αδυναμία οποιασδήποτε φορολογικής ελάφρυνσης» είπε.
«Τέλος, η προγραμματική υπεροχή του ΣΥΡΙΖΑ αφορά στο κοινωνικό κράτος, δηλαδή στην εγγύηση για δημόσια σχολεία και νοσοκομεία στα οποία οι πολίτες θα έχουν καθολική πρόσβαση», είπε ο κ. Τζανακόπουλος, που κατέληξε επισημαίνοντας ότι «αυτά τίθενται εν αμφιβόλω και αμφισβητούνται ως στρατηγικές επιλογές για την κοινωνική συνοχή και την καταπολέμηση των ανισοτήτων από τον κύριο Μητσοτάκη καθώς η νεοφιλελεύθερη ιδεοληψία του δεν τον αφήνει να δει ότι το κοινωνικό κράτος είναι αναγκαίο ως ένας από τους κεντρικούς πυλώνες για την αναπτυξιακή πορεία της χώρας. Το κοινωνικό κράτος με τη δυνατότητά του να διατηρεί όρους κοινωνικής συνοχής δεν έρχεται ως συμπλήρωμα ή δίκτυ προστασίας για τους απολύτως αποκλεισμένους αλλά είναι εγγυητής της ανάπτυξης».
Κλείνοντας, χαρακτήρισε παράλογο «ο κ. Μητσοτάκης να απειλεί με εκλογές μέσα στον 15αύγουστο εκβιάζοντας την ψήφο των Ελλήνων πολιτών για να πάρει την αυτοδυναμία. Αυτό δεν είναι υπεύθυνη στάση. Η στάση του αυτή αποδεικνύει εκτός από την αδυναμία και την ανευθυνότητά του καθώς φαίνεται πως μπροστά στην πολιτική σκοπιμότητα δεν ιεραρχεί καμία άλλη αξία ως υψηλότερη. Αντιθέτως, μετά το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών και ακριβώς για να μη θέσει σε κίνδυνο τη σταθερότητα της οικονομίας, ο κ. Τσίπρας είπε πως δεν θα πρέπει να προχωρήσουμε σε μια παρατεταμένη προεκλογική περίοδο που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τους κόπους των Ελλήνων πολιτών οι οποίοι οδήγησαν στην έξοδο από τα μνημόνια και στην ανασύνταξη της ελληνικής οικονομίας».