Την προσπάθεια νομιμοποίησης του υπουργείου Εργασίας, ως γνωμοδοτικού οργάνου, το οποίο μαζί με τους κοινωνικούς φορείς θα συζητούν για τη διαμόρφωση του βασικού μισθού, αλλά τελικά αυτό που θα υπερισχύει θα είναι οι συστάσεις – πρότασεις του υπουργείου, επισημαίνει στο news.gr, ο εργατολόγος, Γιάννης Καρούζος.
Σε μία προσπάθεια ερμηνείας του άρθρου που περιλαμβάνεται στο νέο πολυνομοσχέδιο για τις μετακινήσεις στο Δημόσιο, το φορολογικό και τις εργασιακές σχέσεις και αφορά τον κατώτατο μισθό, ο κύριος Καρούζος εξηγεί πως “η διαδικασία, η οποία προβλέφθηκε με τη συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων δεν είναι δεσμευτική για την ηγεσία του υπουργείου Εργασίας, ενώ η σχετική διάταξη αποτελεί γραφειοκρατική εξέλιξη στον καθορισμό του βασικού μισθού, που η αγορά εργασίας δεν τον επιτρέπει”.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο εργατολόγος “Στο τέλος κυρίαρχος είναι ο υπουργός για να πάρει την όποια απόφαση, χωρίς να είναι υποχρεωτική η γνωμοδότηση των κοινωνικών εταίρων. Αυτό αναμένεται να φέρει και άλλες μειώσεις καθώς ο υπουργός μπορεί να τη λάβει υπόψη του την εισήγηση, χωρίς να την εφαρμόσει, ενώ παράλληλα θα έχει τη δυνατότητα να κάνει ότι θέλει”.
Σημειώνει μάλιστα ότι θα έπρεπε ο βασικός μισθός να αποτελεί την ελάχιστη προστασία για τον εργαζόμενο και να ισχύσει ακόμα και στα προγράμματα του ΟΑΕΔ – με βασικό μισθό τα 300 ευρώ -, δηλαδή τις εργασιακές σχέσεις, τις οποίες συνάπτει το κράτος με τους εργαζόμενους.
Ένα ακόμα χαρακτηριστικό του νέου πολυνομοσχεδίου είναι ότι ο βασικός μισθός θα μείνει ως έχει έως και την 1.1. 2017, ενώ από εκεί και στο εξής θα διαμορφώνεται με βάση τις συνθήκες που επικρατούν στην αγορά, αφήνοντας ουσιαστικά ανοιχτό το ενδεχόμενο μεταβολών και χωρίς να εξασφαλίζει σε καμία των περιπτώσεων τη σταθερότητα στο ελάχιστο εργασιακό κεκτημένο των εργαζομένων στην παρούσα χρονική περίοδο.