Τι αναφέρουν δύο καθηγητές ειδικοί σε θέματα τεκτονικής δραστηριότητας
“Η περιορισμένη σεισμική δραστηριότητα των τελευταίων ετών δεν θα πρέπει να μας καθησυχάζει. Αντιθέτως μάλιστα και δεν το λέω εγώ, οι κανόνες της Φυσικής είναι εκείνοι που το αποδεικνύουν, και θα βρεθούμε προ απροόπτου από ένα μελλοντικό σεισμικό χτύπημα”, σημειώνει ο διακεκριμένος σεισμολόγος, καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, Κώστας Παπαζάχος.
Όπως σημειώνει ο καθηγητής, σεισμοί, όπως αυτός που έπληξε το μεσημέρι της Τρίτης την Κοζάνη, μεγέθους 4,7 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ συμβαίνουν κάθε εβδομάδα, στον ελλαδικό χώρο. Υπενθυμίζει μάλιστα, ότι η χώρα μας παρουσιάζει έντονη δραστηριότητα. “Όταν γίνονται σεισμοί σε ηπειρωτικές περιοχές, η ανησυχία που προκαλείται στους κατοίκους έιναι μεγαλύτερη. Αντιθέτως, περιστατικά, όπως αυτό που σημειώθηκε προ ημερών νότια της Κρήτης, παρά το γεγονός ότι ήταν έντασης 6,1 ρίχτερ δεν ανησύχησε κανέναν ιδιαίτερα, καθώς το επίκεντρο βρισκόταν μακριά από κατοικημένες περιοχές”, σημπληρώνει.
“Ο σεισμός των 5,9 βαθμών ρίχτερ το 1999 στην Αθήνα ήταν ο βλαπτικότερος οικονομικά σεισμός για την πόλη. Αυτό που επηρεάζει είναι ο χώρος και οι συνέπειες. Τα τελευταία χρόνια μετά το 2008 δεν έχουμε τη γέννεση μεγάλων σεισμών της τάξεως του 6,5 με δυσμενείς συνέπειες στον ελλαδικό χώρο, χωρίς κάτι τέτοιο να σημαίνει ότι έχει ατονήσει η δραστηριότητα”, καταλήγει ο κύριος Παπαζάχος.
Ένας ακόμα επιστήμονας, ο Ευθύμιος Λέκκας, καθηγητής Δυναμικής Τεκτονικής & Εφαρμοσμένης Γεωλογίας Τμήμα Γεωλογίας & Γεωπεριβάλλοντος στο Πανεπιστήμιο Αθηνών υποστηρίζει ότι μέχρι αυτή τη στιγμή δεν διαφαίνεται κάτι το ανησυχητικό, καθώς δεν υπάρχει έξαρση των φαινομένων, αλλά μία ήπια και συνηθισμένη για την Ελλάδα, σεισμική δραστηριότητα
“Και στην Κοζάνη και στην Κάρπαθο και στο Αίγιο, όπου είχαμε σεισμούς το τελευταίο διάστημα, δεν μπορούμε να μιλήσουμε παρά για σποραδικά γεγονότα, τα οποία δεν συμπίπτουν τοπικά και χωρικά. Το κάθε γεγονός είναι ανεξάρτητο και η σεισμικότητα είναι φυσιολογική”, επισημαίνει ο κύριος Λέκκας. Επιπλέον, τονίζει ότι είναι απαραίτητο να έχουμε σεισμικά φαινόμενα αρκετά συχνά, ώστε να εκτονώνεται η δραστηριότητα και να αποσυμφορίζουν την κατάσταση.
Όπως παραδέχεται πάντως “Έχουμε καιρό να δούμε ισχυρό σεισμό. Μπορεί να περάσουν 20 και 30 χρόνια και να μην παρατηρηθεί ένα τέτοιο φαινόμενο. Πάντως, δεν είναι σαφής η επανάλειψεη των μεγαλων γεγονότων και δεν μπορεί να πει κανείς ότι εμφανίζονται με κάποιο είδος συνέπειας”.
Εξηγεί ότι το αποτέλεσμα της σεισμικής δράσης εξαρτάται από το μέγεθος, το βάθος της εστίας του σεισμού, κατά πόσο συμβαίνει σε θαλάσσιο χώρο ή το ρήγμα είναι κανονικό ή ανάστροφο, αν υπάρχει κατευθυντικότητα στα σεισμικά κύματα και φυσικά από τη σκληρότητα και την ποιότητα του εδάφους.
Για μία ακόμα φορά διαχωρίζει τα τελευταία περιστατικά μεταξύ τους, σημειώνοντας χαρακτηριστικά “Αν θα γίνει ένας μεγάλος σεισμός δεν θα έχει να κάνει με αυτά τα γεγότα που βλέπουμε τώρα”.