Η ιστορία του Hiroo Onoda που...άργησε να μάθει ότι η Ιαπωνία είχε παραδοθεί στους συμμάχους
Ο Ιάπωνας Hiroo Onoda εργαζόταν στην Κίνα και σε ηλικία 20 ετών κλήθηκε να υπηρετήσει στις ένοπλες δυνάμεις της χώρας του. Αμέσως άφησε την εργασία του για να ξεκινήσει την εκπαίδευσή του στην Ιαπωνία. Κατά τη διάρκεια αυτής, επιλέχθηκε να υπηρετήσει στη Σχολή Nakano ως μυστικός πράκτορας του Αυτοκρατορικού Στρατού. Εκεί εκπαιδεύτηκε πάνω σε ειδικές μεθόδους συλλογής πληροφοριών αλλά και στον ανταρτοπόλεμο. Έμαθε να βρίσκεται πίσω από τις γραμμές του εχθρού με μικρό αριθμό στρατιωτών και να κάνει «δύσκολη» τη ζωή των εχθρών της Ιαπωνίας και να μαζεύει πολύτιμες πληροφορίες.
Στις 26 Δεκεμβρίου 1944, κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ο Onoda εστάλη στο νησί Lubang στις Φιλιππίνες. Οι διαταγές του αξιωματικού του Yoshimi Taniguchi ήταν απλές και ξεκάθαρες: «Απαγορεύεται να αυτοκτονήσεις. Μπορεί να χρειαστούν τρία ή πέντε χρόνια, αλλά ό,τι και να γίνει, θα έρθουμε πίσω για σένα. Έως τότε, και όσο έχεις μαζί σου τουλάχιστον έναν στρατιώτη, θα συνεχίσεις να τον καθοδηγείς. Μπορεί να χρειαστεί να ζεις με καρύδες. Κάτω από καμία περίσταση δεν θα δώσεις με τη θέλησή σου, τη ζωή σου!»
Το ξεκίνημα της περιπέτειας στη ζούγκλα
Γρήγορα ο Οnoda βρήκε τους συνδέσμους του με τους Ιάπωνες στρατιώτες που βρίσκονταν ήδη στο νησί ενώ λίγο αργότερα ο τόπος τέθηκε κάτω από τον έλεγχο εχθρικών στρατευμάτων. Οι Ιάπωνες αξιωματικοί αρνήθηκαν να ακολουθήσουν τις εντολές που είχε ο Onoda για την ανατίναξη του λιμανιού και του αεροδρομίου της περιοχής, γεγονός που έκανε πιο εύκολο για τις συμμαχικές δυνάμεις να κατακτήσουν το νησί, στις 28 Φεβρουαρίου 1945. Οι εναπομείναντες Ιάπωνες στρατιώτες χωρίστηκαν σε μικρές ομάδες των 3-4 ατόμων και κατευθύνθηκαν προς την πυκνή ζούγκλα.
Οι περισσότερες από αυτές τις ομάδες, γρήγορα εξοντώθηκαν. Όχι όμως και η ομάδα του Onoda, που αποτελείτο ακόμα από τον Yuichi Akatsu, τον Siochi Shimada και τον KinshichiKozuka. Εφαρμόζοντας πρακτικές ανταρτοπόλεμου και με σωστή διαχείριση του εξοπλισμού τους και των προμηθειών τους, έμεναν ζωντανοί. Μάλιστα δεν ήταν λίγες οι φορές, που πραγματοποιούσαν επιδρομές σε φάρμες ντόπιων για να εξασφαλίσουν την τροφή τους.
Οι προσπάθειες για να παραδοθούν
Τον Οκτώβριο του 1945, η ομάδα βρήκε ένα φυλλάδιο από ντόπιους το οποίο ανέφερε: «Ο πόλεμος τελείωσε στις 15 Αυγούστου. Κατεβείτε από τα βουνά!» Τα μέλη της ομάδας αποφάσισαν ότι επρόκειτο για προπαγάνδα των συμμάχων ώστε να παραδοθούν. Θεωρούσαν ότι ήταν αδύνατο η Ιαπωνία να είχε ηττηθεί τόσο σύντομα. Πράγμα λογικό, για κάποιους που δεν γνώριζαν για τις ατομικές βόμβες στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι.
Στα τέλη της ίδιας χρονιάς, οι ντόπιοι που δεν άντεχαν άλλο από τις επιδρομές της ομάδας, πέταξαν φυλλάδια με αεροπλάνο σε όλη την έκταση της ζούγκλας, τα οποία είχαν τη διαταγή για παράδοση από τον στρατηγό Yamashita. Για ακόμα μία φορά, αμφισβήτησαν την αυθεντικότητα των φυλλαδίων και σκέφτηκαν: «Αν η Ιαπωνία είχε κερδίσει, θα είχαν έρθει να μας πάρουν πίσω. Αποκλείεται να έχουμε ηττηθεί, άρα ο πόλεμος συνεχίζεται».
Αφού ούτε αυτό «έπιασε», άρχισαν να τους πετούν εφημερίδες από την Ιαπωνία, φωτογραφίες και γράμματα από τις οικογένειες στρατιωτών. Ακόμα και αντιπρόσωποι από την Ιαπωνία, μπήκαν στη ζούγκλα με ντουντούκες προσπαθώντας να τους πείσουν να παραδοθούν. Τίποτα ωστόσο δεν μπορούσε να κάμψει την καχυποψία και την προκατάληψη της ομάδας ότι πρόκειται για προπαγάνδα του εχθρού.
Τα χρόνια περνούσαν στη ζούγκλα με τους τέσσερις στρατιώτες να συνεχίζουν να παρενοχλούν τον εχθρό. Από ένα σημείο και μετά άρχισαν να βλέπουν κόσμο με πολιτικά ωστόσο το θεώρησαν ακόμα ένα τέχνασμα για να τους ξεγελάσουν και να παραδοθούν. Το μυαλό, τους έπαιζε διάφορα παιχνίδια. Ακόμα και όσους έρχονταν από την Ιαπωνία, τους θεωρούσαν αιχμαλώτους που χρησιμοποιούνταν ως δόλωμα για να αποκαλυφθούν και να παραδοθούν. Θεωρούσαν τους πάντες, εχθρούς.
Η αντίστροφη μέτρηση
Μετά από 5 χρόνια παραμονής στη ζούγκλα, το 1949, ο Akatsu αποφάσισε να παραδοθεί χωρίς όμως να το πει στους υπόλοιπους. Πέντε χρόνια μετά, ο Shimada σκοτώθηκε σε μία εμπλοκή στην παραλία Gontin. Πλέον έμειναν ο Οnoda και ο Kozuka.
Τον Οκτώβριο του 1972, μετά από 27 χρόνια «κρυψώνας», ο Kozuka σκοτώνεται από εμπλοκή με περίπολο των Φιλιππίνων. Μέχρι τότε, τόσο ο Kozuka όσο και ο Onoda θεωρούνταν νεκροί καθώς κανείς δεν πίστευε ότι μπορούσαν να επιζήσουν για τόσα χρόνια κάτω από αυτές τις συνθήκες. Η εκτέλεση του Kozuka όμως, τους έκανε να αναθεωρήσουν και για τον Onoda.
Ο φοιτητής- «σωτήρας»
Tελικά, το 1974, ένας φοιτητής κολλεγίου, ο Nario Suzuki αποφάσισε να ταξιδέψει για να βρει τον Onoda. Τελικά μετά από πολύ κόπο και εκεί που όλοι οι υπόλοιποι, είχαν αποτύχει, βρήκε μετά από 29 χρόνια το καταφύγιό του και τον ίδιο τον Onoda.
Προσπάθησε να τον πείσει να γυρίσει μαζί του. Στην αρχή εκείνος αρνήθηκε. Περίμενε διαταγή μόνο από τους ανωτέρους του. Μέσα στα χρόνια είχε σκοτώσει περίπου 30 Φιλιππινέζους και είχε τραυματίσει εκατοντάδες άλλους. Ο Suzuki επέστρεψε στην Ιαπωνία, ανακοινώνοντας ότι είχε βρει τον Onoda. Ο αξιωματικός Taniguchi ήταν πλέον απόστρατος και δούλευε σε ένα βιβλιοπωλείο. Ήταν εκείνος που πήγε πίσω στο νησί και ανακοίνωσε στον Onoda ότι ο πόλεμος είχε τελειώσει, η Ιαπωνία είχε ηττηθεί και ότι έπρεπε να παραδώσει το όπλο του και τον εαυτό του.
Γίνεται εύκολα αντιληπτό, πώς ένιωσε ο Onoda όταν συνειδητοποίησε ότι πέρασε 29 χρόνια της ζωής του «χαμένα» και το χειρότερο, σκοτώνοντας αθώους πολίτες. «Όλα σκοτείνιασαν. Ένιωσα ηλίθιος. Τι έκανα τόσα χρόνια εδώ πέρα; Μόλις πέρασε ο θυμός μου, αντιλήφθηκα ότι τα 30 χρόνια του ανταρτοπόλεμου, είχαν τελειώσει. Αφαίρεσα το γεμιστήρα και άδειασα τις σφαίρες. Έβγαλα το σακίδιο που πάντα κουβαλούσα μαζί μου και άφησα το όπλο πάνω του. Δεν θα το ξαναχρησιμοποιούσα ποτέ, το όπλο που φρόντιζα σαν παιδί μου τόσα χρόνια. Άρχισα να αναρωτιέμαι: Για ποιο λόγο πέθαναν οι συμπολεμιστές μου; Μήπως ήταν καλύτερο να είχα σκοτωθεί μαζί τους;
Στις 10 Μαρτίο 1975, σε ηλικία 52 ετών, ο Onoda με τη στολή του που –με κάποιον εκπληκτικό τρόπο- δεν είχε φθαρεί, βγήκε από τη ζούγκλα και παραδόθηκε στον πρόεδρο των Φιλιππίνων, Ferdinand Marcos, o οποίος συγχώρεσε τον Onoda για τα εγκλήματά του καθώς δέχτηκε ότι ο στρατιώτης πίστευε ότι βρισκόταν σε «κατάσταση πολέμου».