Μια νέα τάση αρχίζει να γίνεται όλο και πιο ορατή διεθνώς και δεν μπορεί παρά να ικανοποιεί τις εφημερίδες και τους υπόλοιπους δημοσιογραφικούς οργανισμούς, που έχουν ή σχεδιάζουν ιστοσελίδες με περιορισμούς στην πρόσβαση. Οι καταναλωτές αρχίζουν σιγά-σιγά να γίνονται όλο και πρόθυμοι να πληρώσουν, κυρίως με τη μορφή συνδρομής, για να διαβάσουν online ειδήσεις στο διαδίκτυο.
Αν και η μεγάλη πλειονότητα των χρηστών του Ίντερνετ ακόμα προτιμά να διαβάζει ειδήσεις δωρεάν, αυξάνεται σταδιακά σε αρκετές χώρες το ποσοστό εκείνων που δεν αρνούνται να καταβάλουν πλέον ένα εβδομαδιαίο, μηνιαίο ή ετήσιο αντίτιμο για να είναι σωστά ενημερωμένοι.
Τη νέα διεθνή τάση καταγράφει έρευνα του Ινστιτούτου Ρόιτερ για την Μελέτη της Δημοσιογραφίας, σύμφωνα με το BBC. Ενδεικτικά, μέσα σε ένα χρόνο το ποσοστό των χρηστών του διαδικτύου που διαβάζουν πληρωμένο ειδησεογραφικό περιεχόμενο, υπερδιπλασιάστηκε στη Βρετανία φθάνοντας πια το 9%. Αντίστοιχες αυξήσεις καταγράφηκαν στις ΗΠΑ, τη Γερμανία και τη Γαλλία, αν και σε άλλες χώρες, όπως η Δανία, δεν συμβαίνει ακόμα το ίδιο.
Πιο διαθέσιμοι να πληρώσουν εμφανίζονται οι χρήστες ηλικίας 25 έως 34 ετών και οι άνδρες περισσότερο από ό,τι οι γυναίκες. Η εξάπλωση των υπολογιστών-ταμπλετών (tablets) και των "έξυπνων" κινητών τηλεφώνων (smartphones) φαίνεται να ενθαρρύνει τους χρήστες να καταβάλουν συνδρομή και να απαρνηθούν το…τζάμπα. Ιδίως οι κάτοχοι ταμπλετών είναι οι πιο πρόθυμοι από όλους να κάνουν συνδρομή σε κάποια ιστοσελίδα μέσου ενημέρωσης.
Η δειγματοληπτική έρευνα σε εννέα χώρες έδειξε πως, στο σύνολο του πληθυσμού, το διαδίκτυο έχει πια γίνει η κυριότερη πηγή ενημέρωσης στην Ισπανία, την Ιταλία, την Ιαπωνία και τη Βραζιλία, ενώ η τηλεόραση έχει το πάνω χέρι στη Γερμανία, τη Γαλλία, τη Βρετανία και τις ΗΠΑ.
Όμως, ειδικότερα στις νεαρότερες ηλικίες (κάτω των 35 ετών), οι ειδήσεις του διαδικτύου βρίσκονται στην κορυφή των προτιμήσεων σε όλες τις χώρες πλην της Γαλλίας. Αντίθετα, μεταξύ των ανθρώπων άνω των 45 ετών, οι ειδήσεις της τηλεόρασης έχουν τα πρωτεία, μια σαφής ένδειξη για ένα είδος χάσματος γενεών όσον αφορά τις επιλογές για ενημέρωση.
Στις ΗΠΑ και την Ιαπωνία το Yahoo αποτελεί την κυριότερη πηγή ειδησεογραφικής πληροφόρησης των χρηστών. Γενικότερα, παρά την πληθώρα των επιλογών για ενημέρωση που προσφέρει το διαδίκτυο, οι χρήστες χρησιμοποιούν συνήθως μόνο μια περιορισμένη γκάμα πηγών, κάτι που δείχνει πως το όνομα και η φήμη του μέσου ενημέρωσης παίζει ρόλο ως παράγων αξιοπιστίας.
Από την άλλη όμως, σε όλες τις χώρες υπάρχει τουλάχιστον ένα ποσοστό 30% των χρηστών, οι οποίοι παραδέχονται πως δεν τους νοιάζει από ποιά ιστοσελίδα θα ενημερωθούν, αρκεί να βρουν ειδήσεις για να διαβάσουν. Σύμφωνα τους ερευνητές, αυτή την τάση ενισχύει η παρουσία των κοινωνικών μέσων (Facebook, Twitter κ.α.). Όσο πιο πολύ ένας χρήστης χρησιμοποιεί ένα κοινωνικό μέσο, τόσο λιγότερο φαίνεται να νοιάζεται αν θα είναι "επώνυμο" το online μέσο από όπου θα ενημερωθεί για τις εξελίξεις.
Πάνω από το ένα τρίτο των χρηστών του διαδικτύου σε χώρες όπως η Ιταλία και η Ισπανία χρησιμοποιοούν τα κοινωνικά δίκτυα ως τη βασική πηγή πληροφόρησης. Ειδικά για τα άτομα κάτω των 35 ετών, το Facebook, το Twitter και τα άλλα παρεμφερή κοινωνικά μέσα αποτελούν τον κυριότερο τόπο και τρόπο, που οι νεαροί χρήστες ανακαλύπτουν μια είδηση. Από την άλλη, οι μεγαλύτεροι και πιο παραδοσιακοί χρήστες ψάχνουν στις ειδησεογραφικές ιστοσελίδες για νέες ειδήσεις.
Όμως παρά την εκτεταμένη χρήση τους, το Facebook και το Twitter δεν έχουν καθιερωθεί στη συνείδηση των χρηστών ως αξιόπιστα μέσα. Στη Βρετανία, για παράδειγμα, οι περισσότεροι χρήστες θεωρούν τις ειδήσεις που διαβάζουν στις ιστοσελίδες των εφημερίδων "πολύ" ή "αρκετά" αξιόπιστες, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό αξιοπιστίας στα κοινωνικά μέσα και στα ιστολόγια (blogs) είναι πολύ μικρότερο.
Πάντως ο κύριος συντάκτης της έρευνας Νικ Νιούμαν προειδοποίησε τους ειδησεογραφικούς οργανισμούς να μην επαναπαύονται, καθώς "ένα ισχυρό όνομα και μια μακρά παράδοση δεν είναι πια αρκετά".
Είναι επίσης αξιοσημείωτο, σύμφωνα με τον καθηγητή Ρόμπερτ Πίκαρντ, πως τα περιοδικά πολιτικής θεματολογίας πείθουν ευκολότερα σε σχέση με τις εφημερίδες το κοινό να πληρώσει για online πρόσβαση στο περιεχόμενό τους.
Πηγή: ΑΠΕ