Τη διεθνή κατακραυγή προκάλεσε η απόφαση της Αιγυπτιακής Δικαιοσύνης να καταδικάσει σε φυλάκιση 43 κατηγορούμενους μέλη μη κυβερνητικών οργανώσεων- περιλαμβανομένων 19 πολιτών των ΗΠΑ και 2 Γερμανών υπηκόων- οι οποίες διώχθηκαν διότι λειτουργούσαν χωρίς την άδεια των αρχών και με ξένη χρηματοδότηση.
Στους κατηγορούμενους επιβλήθηκαν ερήμην ποινές φυλάκισης και κάθειρξης ενός έως πέντε ετών και πρόστιμο 1.000 λιρών Αιγύπτου (περίπου 103 ευρώ).
Επιπλέον, με την δικαστική απόφαση τα γραφεία και των πέντε αυτών οργανώσεων σε όλη την Αίγυπτο κλείνουν και κατάσχονται όλα τα περιουσιακά στοιχεία τους στη χώρα.
Η δίωξη είχε κινηθεί τον Δεκέμβριο του 2011, ενώ στη χώρα κυβερνούσε ο στρατός, μετά την ανατροπή του Χόσνι Μουμπάρακ τον Ιανουάριο της χρονιάς εκείνης. Τότε, η αστυνομία και εισαγγελείς είχαν προχωρήσει σε εφόδους στα γραφεία 17 ΜΚΟ σε όλη την Αίγυπτο, συλλαμβάνοντας εργαζομένους τους και κατάσχοντας ηλεκτρονικούς υπολογιστές και αρχεία.
Οι κατηγορούμενοι εργάζονται για τη γερμανική οργάνωση Ίδρυμα Κόνραντ Αντενάουερ και τέσσερις οργανώσεις με έδρα τις ΗΠΑ: το Εθνικό Δημοκρατικό Ινστιτούτο (NDI)· το Εθνικό Ρεπουμπλικανικό Ινστιτούτο (IRI)· το Διεθνές Κέντρο για τους Δημοσιογράφους (ICFJ)· καθώς και την οργάνωση Οίκος της Ελευθερίας (Freedom House).
Η απόφαση αυτή προκάλεσε διεθνή κατακραυγή και κατηγορίες σε βάρος του προέδρου Μοχάμεντ Μόρσι ότι δεν ενστερνίζεται πλήρως τις δημοκρατικές αξίες και τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών Γκίντο Βεστερβέλε δήλωσε ότι του "προκάλεσε σοκ και μεγάλη ενόχληση από τις αυστηρές ποινές" που επέβαλε το δικαστήριο.
"Οι ενέργειες του Αιγυπτιακού δικαστικού σώματος μας ανησυχούν. Εξασθενίζουν την κοινωνία των πολιτών, έναν σημαντικό πυλώνα της δημοκρατίας σε μια νέα δημοκρατική Αίγυπτο", είπε.
Ο Χισάμ Σάιφ Ελντίν, επιτετραμμένος της πρεσβείας της Αιγύπτου στο Βερολίνο, εκλήθη στο υπουργείο Εξωτερικών της Γερμανίας, όπου του επιδόθηκε διαμαρτυρία.
Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ χαρακτήρισε πριν από λίγο την απόφαση "ασύμβατη με την μετάβαση στην δημοκρατία" που κάνει η Αίγυπτος, αποδίδοντας στην απόφαση "πολιτικά κίνητρα".
Την απόφαση επέκρινε έντονα και η επικεφαλής της διπλωματίας της ΕΕ Κάθριν Άστον.