Η Δρ. Εύη Μπάτρα, πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνίδων Επιστημόνων, ενός ιστορικού συλλόγου ο οποίος ιδρύθηκε το 1924 από γυναίκες απόφοιτες του Πανεπιστημίου Αθηνών, οι οποίες διεκδικούσαν το δικαίωμα να ασκήσουν το επάγγελμα που είχαν σπουδάσει, μιλά για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες επιστήμονες σε σχέση με την επαγγελματική τους εξέλιξη και τις προοπτικές τους.
Στην ιστορική τους διαδρομή οι γυναίκες, οι επιστημόνισσες και οι Ελληνίδες πέρασαν από διάφορα στάδια διεκδικήσεων, χειραφέτησης και κατακτήσεων, ανάλογα με την ιστορική συγκυρία, τα κοινωνικοπολιτικά και οικονομικά δεδομένα και το επίπεδο της επιστήμης και της τεχνολογίας. Μέχρι πριν μερικές γενιές η εκπαίδευση των γυναικών δεν ήταν υποχρεωτική και δεν τους επιτρεπόταν η άσκηση επιστημονικού επαγγέλματος. Έτσι εξηγείται η απουσία των γυναικών από την επιστήμη. Με τους αγώνες τους οι γυναίκες κατάφεραν και πέτυχαν την ισοτιμία τους με τους άνδρες σε όλους τους τομείς της κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής ζωής. Τώρα, νομικά τουλάχιστον, τους είναι ανοιχτοί όλοι οι δρόμοι. Έτσι, φτάσαμε στο σημείο οι γυναίκες σήμερα να έχουν ξεπεράσει κατά πολύ τους άνδρες σε αριθμό στα ελληνικά πανεπιστήμια, δυόμιση μόλις γενιές από την καθιέρωση της υποχρεωτικής εκπαίδευσής τους. Θα έπρεπε, επομένως, να είμαστε ευτυχείς και περήφανες που πετύχαμε τόσα πολλά και τόσο σύντομα. Και είμαστε. Όμως, μια προσεκτικότερη παρατήρηση στις επιστημονικές, και συνακόλουθα και στις επαγγελματικές, επιλογές των γυναικών αποκαλύπτει ότι:
Ο αριθμός των γυναικών που εισέρχονται σε κάποια πανεπιστημιακή σχολή αυξάνεται διαρκώς τα τελευταία 20 χρόνια. Οι γυναίκες έχουν σπάσει το φράγμα παραδοσιακά θεωρούμενων "ανδρικών" σχολών (π.χ. Νομική, Ιατρική), ενώ αυξάνεται σταδιακά ο αριθμός τους και στις Πολυτεχνικές σχολές. Σήμερα υπάρχει πληθώρα πανεπιστημιακών σχολών, στις οποίες οι φοιτήτριες είναι περισσότερες από το 50% του συνόλου των φοιτητών και μάλιστα επιδεικνύουν σαφώς καλύτερες επιδόσεις από τους άνδρες συμφοιτητές τους.
O αριθμός των γυναικών που επιλέγουν τη συνέχιση των σπουδών τους σε μεταπτυχιακό ή και διδακτορικό επίπεδο υπολείπεται κατά πολύ εκείνου των ανδρών. Υπάρχει σαφώς μία διστακτικότητα στις πτυχιούχους να παρατείνουν το χρόνο των σπουδών τους. Η τάση αυτή ερμηνεύεται από τα υπάρχοντα κοινωνικά στερεότυπα, σύμφωνα με τα οποία οι γυναίκες δεν είναι αναγκαίο να επενδύουν περαιτέρω στις σπουδές τους, καθώς αυτό έρχεται σε αντίθεση με τον αναπαραγωγικό και μητρικό τους ρόλο. Η ηλικία εκπόνησης διδακτορικού (25-35 ετών) συμπίπτει με αυτήν που "υποδεικνύεται" ως η βέλτιστη για τεκνοποιία. Ένας επί πλέον αποτρεπτικός λόγος είναι ότι η παραδοσιακή ελληνική οικογένεια δεν υποστηρίζει οικονομικά τις μακροχρόνιες σπουδές των θυγατέρων της, αφού θεωρεί ότι ο άνδρας είναι το βασικό οικονομικό στήριγμα της μελλοντικής οικογένειας και το εισόδημα της γυναίκας είναι απλώς "συμπληρωματικό".
Η ανεργία των πτυχιούχων γυναικών είναι σχεδόν τριπλάσια από αυτή των ανδρών.
Ο ανταγωνισμός στην αγορά εργασίας διαρκώς εντείνεται. Παράλληλα, απαιτείται συχνότερα τόσο η εξειδίκευση όσο και η διεπιστημονικότητα για την κατοχύρωση μιας καλύτερα αμειβόμενης θέσης εργασίας.
Οι γυναίκες, σε σχέση με τους άνδρες, είναι λιγότερο καλά πληροφορημένες για τις δυνατότητες που έχουν για σπουδές, υποτροφίες κλπ, καθώς και για τις μελλοντικές προοπτικές μιας τέτοιας επιλογής. Επί πλέον, η πρόσβασή τους σε πηγές πληροφόρησης με τη χρήση των νέων τεχνολογιών είναι περιορισμένη.
Οι γυναίκες στατιστικά έχουν χαμηλότερο εισόδημα από τους άνδρες, γεγονός που δρα ανασταλτικά στην αυτοχρηματοδότηση των σπουδών τους.
Παρόμοια προβλήματα εντοπίζονται λίγο-πολύ σε όλες τις χώρες της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής. Είναι, λοιπόν, ανάγκη οι γυναίκες επιστήμονες να διευρύνουν και να εμπλουτίσουν τον τρόπο με τον οποίο λαμβάνουν τις αποφάσεις για την επαγγελματική τους εξέλιξη, ώστε να διασφαλίσουν περισσότερες, σταθερότερες και καλύτερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας. Η ανάγκη αυτή εντείνεται λόγω της οικονομικής κρίσης και επεκτείνεται σε όλες τις ηλικιακές ομάδες λόγω των ραγδαίων τεχνολογικών και οργανωτικών αλλαγών στην αγορά εργασίας. Στην προσπάθειά τους αυτή έχουν να υπερπηδήσουν, σε σχέση με τους άνδρες, ένα επί πλέον εμπόδιο, τα κοινωνικά στερεότυπα. Και επειδή δεν έχουν όλες οι γυναίκες τις ίδιες δυνάμεις για να υπερπηδήσουν τα εμπόδια, πολλώ δε μάλλον για να τα μετατρέψουν σε προκλήσεις, ανακόπτεται η επιστημονική και επαγγελματική τους εξέλιξη και σταδιοδρομία, με δυσάρεστες, κυρίως οικονομικές, συνέπειες, τόσο για τις ίδιες, όσο και για το κοινωνικό σύνολο.
Τα τελευταία χρόνια αυτοί που λαμβάνουν αποφάσεις σε υψηλό επίπεδο απέκτησαν ευήκοα ώτα στο επιχείρημα των φεμινιστριών ότι δε συμφέρει κανέναν (αγορές, κοινωνία, πολιτική) να χάνονται τα γυναικεία μυαλά (brain drain). Αυτός είναι και ο λόγος που σχεδόν όλοι οι διεθνείς και ευρωπαϊκοί οργανισμοί έχουν υιοθετήσει στις πολιτικές τους τις λεγόμενες "θετικές δράσεις υπέρ των γυναικών", ενισχύουν πολλαπλές δράσεις ενθάρρυνσής τους και δοκιμάζουν διάφορες πρακτικές στήριξής τους (π.χ. προβολή ζωντανών προτύπων, mentoring, κ.ά.). Προσωπικά θεωρώ απολύτως αναγκαία τη συνέχιση αυτής της προσπάθειας, αφού οι γυναίκες είναι οι αιμοδότριες–χρηματοδότριες του ΕΑΠ, αποτελώντας το 56,93% των φοιτητών του!
Από τα 8 χρόνια της διδασκαλίας μου σε ΜΠΣ και γνωριμίας μου μαζί τους, θα μπορούσα να συνοψίσω τα χαρακτηριστικά τους ως εξής:
Εργάζονται στη συντριπτική τους πλειοψηφία και όσες είναι άνεργες δεν είναι από επιλογή, αλλά από ανάγκη.
Αγαπούν την εργασία τους και θέλουν να εξελιχθούν σε αυτήν, εντάσσοντας τις σπουδές τους στο ΕΑΠ στη στρατηγική τους αυτή.
Είναι ευσυνείδητες στην εκπλήρωση των πανεπιστημιακών τους υποχρεώσεων.
Συνδυάζουν με έναν καταπληκτικό τρόπο εργασία–οικογένεια–σπουδές. Κάθε χρόνο ένας μικρός αριθμός από αυτές γίνονται και μητέρες και τότε είναι πράγματι αξιοθαύμαστες.
Ένας όχι ευκαταφρόνητος αριθμός επέλεξαν τις σπουδές όχι ως μέσον οικονομικής βελτίωσης, αλλά καθαρά προσωπικής επιβεβαίωσης και καταξίωσης.
Είναι πρόσχαρες, ευγενικές, ακούραστες, αγωνίστριες και ελπίζουν σε ένα καλύτερο μέλλον για τον εαυτό τους, ακόμη και όταν έχουν άσπρα μαλλιά!
Θεωρώ ότι προτεραιότητα πρέπει να δοθεί στην προβολή των ζωντανών προτύπων, δηλαδή πετυχημένων γυναικών, ζωντανών, υπαρκτών, καθημερινών, γήινων, χειροπιαστών, που χωρίς να έχουν κάποια εξαιρετική βοήθεια, χρησιμοποιώντας το μυαλό τους και εργαζόμενες μεθοδικά, πέτυχαν αυτό που για πολλούς ή έστω για κάποιους φαντάζει εξαιρετικό. Σε μια κοινωνία που βομβαρδίζεται από τα γνωστά τηλεοπτικά πρότυπα, σε μια εποχή "σειρήνων", που γλυκοτραγουδούν στα νεανικά αυτιά των κοριτσιών ότι είναι πανεύκολο να "πετύχουν" στη ζωή τους χρησιμοποιώντας τα "γυναικεία τους θέλγητρα και προσόντα", ακολουθώντας το επάγγελμα του μοντέλου, της σταρ και άλλα παρεμφερή, εμείς προβάλλουμε το πρότυπο της σκεπτόμενης, εργαζόμενης και αγωνιζόμενης επιστήμονος, που κερδίζει τη ζωή της στηριζόμενη στη γνώση και την αξιοπρέπεια.
Όσον αφορά στην επιλογή συγκεκριμένου επαγγέλματος και σταδιοδρομίας, πιστεύω ότι οι δρόμοι που ανοίγονται σήμερα στις γυναίκες είναι απείρως περισσότεροι σε σχέση με πριν 15-20 χρόνια, γιατί υπάρχει εδραιωμένη η αντίληψη της πολυ-επιστημονικής και δι-επιστημονικής προσέγγισης των θεμάτων. Οι επιστήμονες που κάνουν "τρελούς" συνδυασμούς προπτυχιακών και μεταπτυχιακών σπουδών είναι οι πιο καλοπληρωμένοι στην αγορά εργασίας. Αυτό που έχει σημασία για τις γυναίκες είναι να αγαπούν τη μελέτη και τη γνώση, να έχουν ανοιχτούς ορίζοντες και να μη φοβούνται να πάρουν αποφάσεις. Χρειάζονται περισσότερο θάρρος για να επιμείνουν στις επιστημονικές και επαγγελματικές τους επιλογές, επειδή, εκτός των άλλων εμποδίων, έχουν να υπερπηδήσουν και τις κοινωνικές προκαταλήψεις και τα στερεότυπα.
Το μήνυμά μου στις φοιτήτριές μας είναι ότι η επιστημονική γνώση και η εμβάθυνση σε αυτήν είναι ανεπανάληπτη προσωπική εμπειρία, η οποία έχει ως αποτέλεσμα όχι μόνον έναν καλύτερο τίτλο σπουδών, εφόδιο για μια καλύτερη καριέρα, αλλά την αυτογνωσία και το πέρασμα σε μια άλλη πνευματική διάσταση, εφόδιο για μια ουσιαστική, περιεκτική και ολοκληρωμένη ζωή.