Μια νέα μελέτη δείχνει ότι η γενετική παίζει σημαντικό ρόλο στο πόσο κοιμούνται τα παιδιά το βράδυ, ωστόσο το περιβάλλον τους μπορεί να επηρεάσει σημαντικά το μεσημεριανό τους ύπνο.
Ερευνητές από το Ινστιτούτο Superiore di Sanità της Ρώμης συνέκριναν τις συνήθειες ύπνου σε 500 πανομοιότυπα ή διζυγωτικά δίδυμα, από όπου διαπίστωσαν ότι, καθώς τα παιδιά μεγάλωναν, οι επιδράσεις του περιβάλλοντος, όπως οι γονείς που κοιμούνται στο ίδιο κρεβάτι με τα παιδιά, επηρέαζαν στην ποιότητα και την διάρκεια του ύπνου τους. Επίσης, από τα ευρήματα της μελέτης φάνηκε ότι ένα μεγάλο μέρος της διακύμανσης του ύπνου των παιδιών οφείλεται στα γονίδια, με την πλειοψηφία των παιδιών να κοιμάται 10 - 11 συνεχείς ώρες τη νύχτα.
Η ηλικία των 18 μηνών φαίνεται να είναι η πιο ευάλωτη στην επίδραση των περιβαλλοντολογικών παραγόντων στον ύπνο των παιδιών. Αυτό υποδηλώνει ότι η ηλικία "μπορεί να είναι η κατάλληλη στιγμή για παρέμβαση σε παιδιά που δεν ικανοποιούνται από τη διάρκεια και την ποιότητα του ύπνου τους", τόνισε ο επικεφαλής της έρευνας Δρ. Brescianini.
Ωστόσο, τα γονίδια δεν επηρεάζουν, παρά μόνο στο 1/3 περίπου, το μεσημεριανό υπνάκο, σύμφωνα με την έρευνα που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Pediatrics". Οι οικογενειακές συνήθειες και άλλες κοινές περιβαλλοντικές επιδράσεις επιδρούν σε ποσοστό 35 - 80% στη διάρκεια και την ποιότητα του μεσημεριανού ύπνου των παιδιών.
Οι ερευνητές δήλωσαν ότι μια παρόμοια μελέτη πρέπει να γίνει στο μέλλον, με πιο ακριβή εργαλεία για τη μέτρηση του ύπνου, όπως αισθητήρες κίνησης ή οθόνες εργαστήριο. "Η διάρκεια του ύπνου και η ποιότητα είναι πολύ σημαντική για τη σωματική και ψυχική υγεία των παιδιών, διότι οι διαταραχές στον ύπνο έχουν συσχετιστεί με την παχυσαρκία, τη κακή σχολική επίδοση και άλλες διαταραχές συμπεριφοράς", σημείωσε ο Δρ. Brescianini.