Αυστηρή κριτική στις πολιτικές λιτότητας που ακολουθούνται στην Ευρώπη ασκεί ο νομπελίστας οικονομολόγος και στέλεχος του οικονομικού επιτελείου της κυπριακής κυβέρνησης Χριστόφορος Πισσαρίδης, υποστηρίζοντας ότι το “κούρεμα” του ελληνικού χρέους θα έπρεπε να είχε γίνει σε μεγαλύτερο εύρος και να συνδυαστεί με αυστηρότερες ρυθμίσεις και κατάλληλη προσαρμογή των θεσμών, ώστε να μην επαναληφθεί κάτι παρόμοιο.
Αντ' αυτού, σχολιάζει σε συνέντευξή του στο Αυστριακό Πρακτορείο Ειδήσεων, δόθηκαν χρήματα στις τράπεζες για να διατηρήσουν τη ρευστότητά τους, που συνοδεύτηκαν από συγκεκριμένους φόρους ή προγράμματα λιτότητας, τα οποία κατόπιν οδήγησαν σε υψηλότερη ανεργία. Αυτά τα προγράμματα λιτότητας που επιβλήθηκαν σε χώρες που αντιμετωπίζουν κρίση ευθύνονται, όπως τονίζει, για τα εξαιρετικά υψηλά ποσοστά ανεργίας και ιδιαίτερα στους νέους. Όπως παρατηρεί, η Ελλάδα και η Ισπανία έχουν ήδη πολύ υψηλά ποσοστά ανεργίας και αυτή η κατάσταση θα παραμείνει και τα επόμενα χρόνια.
Ο κ. Πισσαρίδης θεωρεί ότι αν οι χώρες μπορούσαν να ρυθμίσουν οι ίδιες τις συναλλαγματικές τους ισοτιμίες, αυτό θα βοηθούσε στη λύση των προβλημάτων, ωστόσο αυτό δεν μπορεί να γίνει στην Ευρωζώνη, τη στιγμή που υπάρχει κοινό νόμισμα, ενώ θα ήταν πολύ χειρότερο αν κάποια χώρα αποχωρούσε από το ευρώ, καθώς θα έχανε απότομα την πιστοληπτική της ικανότητα και κανείς πλέον δεν θα της χορηγούσε δάνειο, με αποτέλεσμα σε ελάχιστο χρόνο η χώρα μαζί με τις τράπεζές της να χρεοκοπούσε.
Αναφερόμενος στο τέλος που επιβλήθηκε σε καταθέσεις στην Κύπρο και απαντώντας στο σχόλιο του δημοσιογράφου ότι οι καταθέτες είχαν κερδίσει στο παρελθόν σημαντικά ποσά από τους υψηλούς τόκους, επομένως τώρα θα μπορούσαν να συμμετάσχουν στη διάσωση των τραπεζών, ο Κύπριος οικονομολόγος και σύμβουλος του προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας επισημαίνει ότι οι καταθέτες αυτήν τη στιγμή πληρώνουν πολύ περισσότερα από όσα είχαν κερδίσει.
Ο ίδιος πάντοτε τασσόταν υπέρ των χαμηλότερων τόκων, όμως τώρα οι καταθέτες χάνουν σχεδόν όλα τα κεφάλαιά τους, όχι μόνο τα έσοδα από τους τόκους και αυτό, όπως τονίζει, “ήταν τελείως αυθαίρετο”, συμπληρώνοντας πως υπάρχουν άνθρωποι που τον Ιανουάριο είχαν στην Κύπρο καταθέσεις ενός εκατομμυρίου και τον Μάρτιο έχασαν 900.000 ευρώ.
Κατά την άποψή του, είναι σαφές ότι η Κύπρος χρειάζεται ένα νέο επιχειρηματικό μοντέλο, το οποίο, όμως, δεν πρέπει να διαφέρει σημαντικά από το παλιό. Η Κύπρος μπορεί να προσφέρει υπηρεσίες στις επιχειρήσεις και όχι μόνο στον χρηματοπιστωτικό τομέα, διαθέτοντας ευνοϊκό φορολογικό σύστημα και υπάρχουν ακόμη αρκετά κίνητρα για τη δραστηριοποίηση των πολυεθνικών στη χώρα, με τη διαφορά ότι δεν θα έχουν πλέον μεγάλες καταθέσεις στη χώρα, λόγω του ότι τα επιτόκια δεν θα είναι το ίδιο ελκυστικά.
Σε σχέση με τη διαχείριση της κυπριακής κρίσης και για το μέλλον της διαχείρισης κρίσεων, ο Κύπριος νομπελίστας οικονομολόγος ξεκαθαρίζει ότι θα πρέπει να δίνεται μεγαλύτερη σημασία στις απόψεις των εμπλεκόμενων χωρών, επισημαίνοντας πως “η Γερμανία και η ΕΕ δεν έδωσαν την παραμικρή σημασία στις απόψεις της Κύπρου. Η διάσωση των τραπεζών δεν μπορεί πλέον να γίνεται έτσι αυθαίρετα. Εάν επιβάλλεται, τότε είναι επιτρεπτό να συμβάλουν και οι καταθέτες. Όχι, όμως, να τίθεται ένα οποιοδήποτε όριο και να κατάσχεται οτιδήποτε το ξεπερνά. Αυτό δεν είναι μόνο οικονομικά αμφιλεγόμενο, αλλά και κοινωνικά”.