Ενστάσεις προβάλλει ο ΣΥΡΙΖΑ για την αισιοδοξία που αποπνέεται από την έκθεση της Κομισιόν για την ελληνική οικονομία.
Το καλοκαίρι αναμένεται "καυτό" για την ελληνική κυβέρνηση, καθώς πρέπει μέχρι το τέλος του Σεπτεμβρίου 2013 να καλύψει τα 40 από τα 55 συνολικά συμφωνηθέντα προαπαιτούμενα μέχρι το τέλος του έτους.
Σύμφωνα με την έκθεση αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος, το κυβερνητικό επιτελείο θα πρέπει να επισπεύσει μέσα στο καλοκαίρι δεκάδες παρεμβάσεις, μεταξύ των οποίων η αύξηση των αντικειμενικών τιμών των ακινήτων, η περαιτέρω απελευθέρωση του επαγγέλματος των δικηγόρων και το άνοιγμα καταστημάτων περισσότερες Κυριακές το χρόνο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, με αιτιολογικό τις παραπάνω δράσεις, τις οποίες αναμένει η τρόικα για να τις αξιολογήσει, απέστειλε έκθεση με την οποία επισημαίνει, διά του υπευθύνου Οικονομικής Πολιτικής του κόμματος, Γιάννη Μηλιού, ότι η κάλυψη των προαπαιτούμενων θα οδηγήσει σε νέα μέτρα και σε περαιτέρω μείωση των μισθών των εργαζομένων.
Αναλυτικά, η έκθεση-απάντηση στην κυβέρνηση του κ. Μηλιού:
"H Έκθεση της Κομισιόν που δόθηκε στη δημοσιότητα, αφήνει με τον πλέον περίτρανο τρόπο έκθετη την κυβέρνηση σχετικά με τη λήψη νέων μέτρων και την περαιτέρω μείωση των μισθών των εργαζομένων.
Συγκεκριμένα, η Έκθεση αναφέρει ότι για την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος για τα έτη 2015 και 2016 είναι αναγκαία η λήψη νέων δημοσιονομικών μέτρων 1,7% και 2,1% ως ποσοστό του ΑΕΠ, αντίστοιχα, τα οποία αναμένεται να συγκεκριμενοποιηθούν το προσεχές φθινόπωρο.
Είναι αμφίβολο κατά πόσον τα μέτρα θα είναι αυτής της τάξης ή όταν έρθει η ώρα, όπως έχει συμβεί τόσες και τόσες φορές στο παρελθόν, θα αποκαλυφθεί ότι τελικά θα επιβληθούν ακόμη σκληρότερα μέτρα.
Παράλληλα, από την Έκθεση προκύπτει η πρόσθεση νέων βαρών στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την αύξηση των τιμολογίων της ΔΕΗ, λόγω του τριπλασιασμού του ειδικού τέλους ΑΠΕ από τα 9,32€ στα 27€ ανά 1000 κιλοβατώρες από τον επόμενο μήνα.
Η Κομισιόν εκφράζει την «ανησυχία της» για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, λόγω της δύσκολης δημοσιονομικής προσαρμογής και της ύφεσης στην ευρωζώνη, ενώ παραδέχεται ότι με την εμμονή σ’ αυτή την πολιτική τα ποσοστά ανεργίας θα παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα για αρκετά χρόνια.
Ωστόσο, δεν παρατηρείται, όπως ήταν αναμενόμενο, καμία αυτοκριτική διάθεση για το γεγονός ότι σημαντικές ευθύνες φέρει η ίδια η Κομισιόν για την ολέθρια κατάσταση μεγάλου τμήματος της ελληνικής κοινωνίας, για την ανεργία και την ύφεση.
Επίσης, καμία αναφορά δεν λαμβάνει χώρα στη διαχρονική υποεκτίμηση της πολλαπλασιαστικής επίδρασης των δημοσιονομικών μέτρων λιτότητας στην τελική διαμόρφωση των βασικών οικονομικών μεγεθων (δημοσιονομικός πολλαπλασιαστής). Το γεγονός αυτό αποδεικνύει για μια ακόμη φορά ότι στόχος αυτής της πολιτικής δεν είναι η διακηρυσσόμενη «εξυγίανση», αλλά η ισοπέδωση της εργασίας και η πριμοδότηση των συμφερόντων της ολιγαρχίας.
Είναι ξεκάθαρη η νεοφιλελεύθερη και ταξική στόχευση της Κομισιόν τόσο στο θέμα των ιδιωτικοποιήσεων που καλεί την κυβέρνηση να επιμείνει και να επισπεύσει τις διαδικασίες, όσο και στην επιλογή της εσωτερικής υποτίμησης – μέσω της περαιτέρω μείωσης των μισθών και των κοινωνικών δαπανών – για την ανάκτηση, υποτίθεται, της «ανταγωνιστικότητας» της οικονομίας.
Η εμβάθυνση της ύφεσης στην ευρωζώνη, όπως αποκάλυψαν τα στοιχεία που ανακοίνωσε η Eurostat την τρέχουσα εβδομάδα, αποτελεί ένα «σήμα» στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ότι πρέπει άμεσα να αλλάξουν πολιτική, να προβούν άμεσα σε διακοπή της λιτότητας και να προωθήσουν μια κοινωνικά αναπτυξιακή ατζέντα.
Η ελληνική κυβέρνηση, όμως, επιλέγει να δηλώνει σε όλους τους τόνους την αφοσίωσή της στην εφαρμογή ενός προγράμματος που διαλύει την ελληνική κοινωνία, υποθηκεύει το μέλλον των σημερινών και των επόμενων γενεών και εντείνει την ανθρωπιστική κρίση.
Μόνο μια κυβέρνηση της Αριστεράς μπορεί να διεκδικήσει και να επιτύχει την απολύτως απαραίτητη ανατροπή αυτής της πολιτικής. Για την κυβέρνηση της Αριστεράς προτεραιότητα θα αποτελέσουν οι ανάγκες της κοινωνίας και όχι η προάσπιση και ικανοποίηση των συμφερόντων του μεγάλου κεφαλαίου που αποτελεί το μοναδικό μέλημα της σημερινής τρικομματικής κυβέρνησης".