«Το πρόγραμμα αγορών ομολόγων αποδείχθηκε ένα ευπροσάρμοστο και αποτελεσματικό μέσο για τη χαλάρωση των νομισματικών και χρηματοδοτικών συνθηκών»
Στα 203 δισ. ευρώ θα ανέλθουν το 2019 οι αγορές ομολόγων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), ποσό που αντιστοιχεί σε σχεδόν 17 δισ. ευρώ τον μήνα, στο πλαίσιο της απόφασής της για επανεπένδυση των αποπληρωμών παλαιότερων ομολόγων που λήγουν. Τα στοιχεία αυτά αναφέρονται σε μελέτη που δημοσιεύεται στο οικονομικό δελτίο της ΕΚΤ για την αποτίμηση του προγράμματος αγορών ομολόγων (APP) του Ευρωσυστήματος μετά το τέλος των καθαρών αγορών ομολόγων στο τέλος του 2018.
Σύμφωνα με την ΕΚΤ, το πρόγραμμα αγορών ομολόγων αποδείχθηκε ένα ευπροσάρμοστο και αποτελεσματικό μέσο για τη χαλάρωση των νομισματικών και χρηματοδοτικών συνθηκών, την ενίσχυση της οικονομικής ανάκαμψης, την αντιμετώπιση των αποπληθωριστικών πιέσεων και την εδραίωση των πληθωριστικών προσδοκιών, «ενισχύοντας έτσι μία βιώσιμη προσαρμογή της πορείας του πληθωρισμού προς τη σταθερότητα των τιμών». Το APP ήταν βασική συνιστώσα -μαζί με τα αρνητικά επιτόκια στις καταθέσεις στην ΕΚΤ, την κατεύθυνση της μελλοντικής πολιτικής και τα στοχευμένα μακροπρόθεσμα δάνεια στις τράπεζες (TLTRO)- του πακέτου των μέτρων πολιτικής της ΕΚΤ. Όπως αναφέρει η μελέτη, τα μέτρα αυτά δημιούργησαν συνέργειες που ενίσχυσαν την αποτελεσματικότητα καθενός ξεχωριστά.
Σύμφωνα με υπολογισμούς στελεχών της ΕΚΤ, η συνολική επίδραση των μέτρων πολιτικής που υιοθετήθηκαν από τα μέσα του 2014 στον πληθωρισμό της Ευρωζώνης εκτιμάται σε περίπου 1,9 ποσοστιαίες μονάδες, σωρευτικά από το 2016 έως το 2020, ενώ αντίστοιχη εκτιμάται ότι είναι και η επίδραση των μέτρων στον ρυθμό ανάπτυξης. Το APP οδήγησε σε σταθερή μείωση των επιτοκίων χορηγήσεων των τραπεζών και σε σύγκλισή τους μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης από τα μέσα του 2014, ενώ συνέβαλε σημαντικά στην αύξηση των χορηγήσεων τραπεζικών δανείων.
Οι αγορές ομολόγων της ΕΚΤ προκάλεσαν μείωση του τρέχοντος και του αναμενόμενου όγκου των διαπραγματεύσιμων τίτλων, οδηγώντας σε μία μείωση των αποδόσεων τους που εκτιμάται σε περίπου 100 μονάδες βάσης (μία ποσοστιαία μονάδα) για τα 10ετή ομόλογα, σύμφωνα με τη μελέτη.