“Όχι” στη θετική λίστα φαρμάκων, η οποία όπως λένε αυξάνει σημαντικά τη συμμετοχή τους, λένε οι ασθενείς που πάσχουν από χρόνιο νευροπαθητικού πόνου, που πολλές φορές εμφανίζεται ως συνοδός νόσος του σακχαρώδη διαβήτη, του καρκίνου αλλά και άλλων σοβαρών παθήσεων.
Υποστηρίζουν μάλιστα, ότι εξαιτίας της ομαδοποίησης των φαρμάκων της θετικής λίστας, πρέπει να πληρώσουν επιπλέον συμμετοχή, προκειμένου να λάβουν θεραπεία πρώτης εκλογής για την αντιμετώπιση της Διαβητικής Νευροπάθειας, μιας νόσου που προσβάλει το 20%-40% των ατόμων με διαβήτη.
Για παράδειγμα, για ένα φάρμακο πρώτης εκλογής πριν την εφαρμογή της νέας Θετικής Λίστας ένας ασθενής πλήρωνε 12 ευρώ, ενώ τώρα καλείται να καταβαλλει 21 ευρώ συμμετοχή.
Αυτό επισήμαναν κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου οι εκπρόσωποι της Ελληνικής Εταιρίας Θεραπείας Πόνου και Παρηγορικής Φροντίδας (ΠΑΡΗΣΥΑ) και της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Σωματείων-Συλλόγων Ατόμων με Σακχαρώδη Διαβήτη (ΠΟΣΣΑΣΔΙΑ), προσθέτοντας ότι αρκετοί, πλέον, αδυνατούν να καλύψουν το κόστος θεραπείας.
Σημαντικά ποσά κάθε μήνα για την απαιτούμενη θεραπεία τους καταβάλλουν τα άτομα που πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, όπως 10% συμμετοχή στην ινσουλίνη και τα αντιδιαβητικά δισκία και 25% για τη θεραπεία συνοδών παθήσεων και αναλώσιμα διαβητικά υλικά, ανέφερε το μέλος του ΔΣ της ΠΟΣΣΑΣΔΙΑ, Σπυριδούλα Λάγιου.
“Η μη σωστή ομαδοποίηση των φαρμάκων που αφορούν το χρόνιο νευροπαθητικό πόνο στη νέα θετική λίστα, σύμφωνα με τα τρέχοντα επιστημονικά κριτήρια, θα οδηγήσει σε περιορισμό ή και αποκλεισμό σημαντικού αριθμού ασθενών από θεραπείες πρώτης εκλογής, λόγω της αυξημένης οικονομικής συμμετοχής που πρέπει να καταβάλλουν” δήλωσε η αναπληρώτρια καθηγήτρια Αναισθησιολογίας, Θεραπείας Πόνου και Παρηγορικής Φροντίδας και Πρόεδρος της ΠΑΡΗΣΥΑ, Αθηνά Βαδαλούκα.
Όπως ανέφερε η κ. Βαδαλούκα, φάρμακα με ενδείξεις σε διαφορετικά σύνδρομα νευροπαθητικού πόνου (κεντρικός νευροπαθητικός πόνος, διαβητική νευροπάθεια, μετατραυματικός νευροπαθητικός πόνος και άλλα) έχουν ενταχθεί στην ίδια θεραπευτική κατηγορία χωρίς να μπορούν να θεωρηθούν, σύμφωνα όλα τα διεθνή επιστημονικά δεδομένα, θεραπευτικά ισοδύναμα και κατ' επέκταση ανταλλάξιμα.