Την πρώτη διεθνή συνθήκη ρύθμισης του εμπορίου συμβατικών όπλων ενέκρινε η Γενική Συνέλευση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών,η οποία αφορά μια κλίμακα που αρχίζει από τον ελαφρύ ατομικό οπλισμό και φθάνει έως στρατιωτικά οχήματα τύπου αρμάτων μάχης και πολεμικά πλοία. Πρόκειται για μία κλίμακα που στο διεθνές εμπόριο μεταφράζεται σε περίπου 70 δισεκατομμυρία δολάρια.
Η Συνθήκη για το Εμπόριο Όπλων, ένα κείμενο 15 σελίδων, το οποίο καταρτιζόταν για 7 χρόνια, καθορίζει τις παγκόσμιες
κατευθυντήριες αρχές που θα διέπουν την πώληση των όπλων και είναι το πρώτο σημαντικό κείμενο για τον αφοπλισμό, μετά την υιοθέτηση της συνθήκης απαγόρευσης των πυρηνικών δοκιμών το 1996.
Η συνθήκη απαγορεύει την εξαγωγή συμβατικών όπλων κατά παράβαση των διεθνών εμπάργκο, καθώς και όπλων τα οποία δύνανται να χρησιμοποιηθούν για πράξεις γενοκτονικού χαρακτήρα, για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, εγκλήματά πολέμου και τρομοκρατικές πράξεις.
Προβλέπει ακόμη την υποχρέωση των κρατών να εμποδίζουν φορτία όπλων να εισάγονται στη μαύρη αγορά.
Υπέρ της συνθήκης ψήφισαν συνολικά 154 κράτη μέλη, ενώ κατά ψήφισαν 3 (Συρία, Βόρεια Κορέα και Ιράν) και 23 απείχαν, μεταξύ των οποίων η Ρωσία, η Ινδία, το Σουδάν και η Ινδονησία. Οι τρεις τελευταίες επικαλέστηκαν ανεπάρκειες στο κείμενο.
Με την απόφαση αυτή ανοίγει ο δρόμος για την υπογραφή της συνθήκης για το παγκόσμιο εμπόριο όπλων από φέτος τον Ιούνιο. Κάθε κράτος μέλος είναι ελεύθερο να υπογράψει ή όχι την συνθήκη και να την επικυρώσει. Αυτή θα τεθεί σε ισχύ μετά την 50ή επικύρωσή της, κάτι το οποίο μπορεί να χρειαστεί δύο χρόνια, σύμφωνα με διπλωμάτες. Η Ρωσία, ένας από τους σημαντικούς παράγοντες της αγοράς, ανακοίνωσε εξάλλου ότι μπορεί να μην την υπογράψει.
Από την πλευρά της, η Ουάσινγκτον εκφράζει ικανοποίηση για το γεγονός ότι η συνθήκη του ΟΗΕ δεν παραβιάζει το αμερικανικό Σύνταγμα, το οποίο εγγυάται το δικαίωμα της οπλοκατοχής.