«Στα μέσα Ιανουαρίου έρχεται η "εμβληματική" αύξηση του κατώτατου μισθού μετά από 7 χρόνια»
«Έχουμε μπροστά μας 9 μήνες με πολύ συγκεκριμένες προτεραιότητες σε αυτή τη μεταμνημιονιακή φάση, στην οποία μπορούμε να επιταχύνουμε την υλοποίηση θετικών μέτρων ελάφρυνσης και κοινωνικής στήριξης», σημείωσε ο Δημήτρης Τζανακόπουλος στο κεντρικό δελτίο του Kontra Channel.
Ο υπουργός Επικρατείας και κυβερνητικός εκπρόσωπος τόνισε ότι η κυβέρνηση έχει πολύ συγκεκριμένη και πλούσια στοχοθεσία για το επόμενο διάστημα, «η χώρα να αξιοποιήσει τις δυνατότητες που της δίνει η μεταμνημονιακή φάση», και υπογράμμισε τη βαθιά πεποίθησή του, όπως είπε, ότι «αυτό μπορεί να γίνει μόνο με μια κυβέρνησης της αριστεράς». «Η πολιτική μας στρατηγική νιώθουμε ότι δικαιώνεται», σημείωσε, για να προσθέσει πως «ο κεντρικός στόχος της εξόδου από τα μνημόνια επιτεύχθηκε και πως το δεύτερο βήμα, για την ολοκλήρωση της θητείας, είναι να αξιοποιήσουμε τις διευρυμένες δυνατότητες που μας δίνει αυτή η έξοδος από τη μνημονιακή επιτροπεία».
Ο κ. Τζανακόπουλος είπε ότι η κυβέρνηση έχει μπροστά τις 9 μήνες στους οποίους σχεδιάζει πολύ συγκεκριμένες παρεμβάσεις, «επομένως δεν τίθεται θέμα ημερομηνίας εκλογών» και πως αυτό που έχει στο μυαλό της είναι η ολοκλήρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών, η ολοκλήρωση της διαδικασίας της Συνταγματικής Αναθεώρησης, να προχωρήσει ο διάλογος με την Εκκλησία για επίλυση ιστορικών εκκρεμοτήτων. Πρόσθεσε ότι στα μέσα Ιανουαρίου έρχεται η «εμβληματική» αύξηση του κατώτατου μισθού μετά από 7 χρόνια, ενώ αναφέρθηκε και στις πρωτοβουλίες που επίκεινται για την προστασίας της α' κατοικίας, ελάφρυνση των ελεύθερων επαγγελματιών κτλ.
«Έχουμε πλούσια στοχοθεσία και το τελευταίο πράγμα που έχουμε στο μυαλό μας είναι οι εκλογές», είπε.
Εξέφρασε την πεποίθηση ότι και από τον πρώτο καιρό, όταν ολοκληρωνόταν η Συμφωνία των Πρεσπών, έτσι και τώρα και μάλιστα «αυτή τη στιγμή πολύ περισσότερο», «υπάρχουν απολύτως οι κοινοβουλευτικοί συσχετισμοί για να κυρωθεί η Συμφωνία». Ειδικότερα, στο ερώτημα αν υπάρχουν 151 ψήφοι, είπε ότι «αυτό το ερώτημα έχει απαντηθεί από τον πρώτο καιρό, σε δηλώσεις από το Ποτάμι αλλά και από κάποιους βουλευτές του ΚΙΝΑΛΛ, που έλεγαν ότι πρόκειται για θετική εξέλιξη και συμφωνία που προσφέρει μοναδική, ιστορική ευκαιρία για την επίλυση ενός προβλήματος που ταλαιπώρησε την Ελλάδα, την πΓΔΜ και τα Βαλκάνια για πάνω από μια 25ετία».
Σημείωσε ότι «καταρρέουν όλα τα επιχειρήματα της ΝΔ και οι διαστρεβλωτικές αναλύσεις που θέλουν να μην υποχωρούν οι γείτονές μας από τον αλυτρωτισμό», ότι έχουν απαντηθεί ήδη από τη συνταγματική διαδικασία και πως «αυτό μας εισάγει πια σε μια πάρα πολύ θετική ατζέντα με τους γείτονές μας, αλλά και στην τελική φάση για την κύρωση της Συμφωνίας». Ανέφερε συγκεκριμένα ότι ως προς το ζήτημα της διασποράς πλέον το σύνταγμα της γειτονικής χώρας δεν θα κάνει λόγο για μακεδονικό λαό και ούτε φυσικά θα προβάλλει διεκδικήσεις για οποιαδήποτε μειονότητα. Αντιθέτως θα είναι ανάλογο του άρθρου 108 του ελληνικού συντάγματος που μιλά για την ελληνική διασπορά, θα μιλά λοιπόν για τη διασπορά της γειτονικής χώρας. Πρόσθεσε ότι «μετά τη σχετική τροπολογία που κατατέθηκε στη γείτονα, κανείς δεν μπορεί να ισχυρίζεται ότι υπάρχει αναγνώριση μακεδονικού έθνους από τη μεριά της ελληνικής κυβέρνησης ή από την ίδια τη Συμφωνία των Πρεσπών. Αντίθετα, η τροπολογία αυτή λέει πολύ καθαρά ότι η ιθαγένεια δεν προκαταβάλει τον εθνοτικό προσδιορισμό των κατοίκων της πΓΔΜ. Επομένως εδώ καταρρέει και το δεύτερο επιχείρημα της ΝΔ».
Ως προς το χρονοδιάγραμμα ανέφερε ότι έχουμε στην γειτονική χώρα την τελική φάση της αναθεώρησης του Συντάγματος που θα εκκινήσει στις 9 Ιανουαρίου και αναμένεται να τελειώσει την εβδομάδα μεταξύ 14-18 Ιανουαρίου. Ανέφερε ότι από τις 18 Ιανουαρίου και μετά, όταν θα έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία, η ελληνική κυβέρνηση θα καταθέσει το σχετικό νομοσχέδιο της Συμφωνίας στη Βουλή. «Η λογική που έχουμε εμείς είναι ότι από τις 18 Ιανουαρίου και μετά ο πρωθυπουργός θα αποφασίσει πότε θα συνεδριάσει η Ολομέλεια για να κυρωθεί η Συμφωνία των Πρεσπών και να τεθεί σε ισχύ, καθώς αυτή είναι η προϋπόθεση που προβλέπεται από την ίδια την Συμφωνία για τη θέση της σε ισχύ».
Ερωτηθείς αν η διαδικασία μπορεί να φτάσει έως τον Μάρτιο, είπε ότι «δεν υπάρχει ένας σαφής χρονικός προσδιορισμός στην ίδια την Συμφωνία, υπάρχει η διακριτική ευχέρεια της κυβέρνησης μέσα σε εύλογο χρόνο να προχωρήσει στην ψήφιση του νόμου αυτού και την κύρωση της Συμφωνίας. Εκτιμώ ότι αυτός ο χρόνος δεν μπορεί να ξεπεράσει τον έναν-ενάμιση μήνα».
Ερωτηθείς για τη στάση του κ. Καμμένου, ανέφερε ότι από την πρώτη στιγμή «δήλωσε με ευθύτητα και εντιμότητα και ειλικρίνεια ότι δεν συμμερίζεται αυτή τη θέση και ότι μόλις κατατεθεί προς ψήφιση στη Βουλή εκείνος και οι ΑΝΕΛΛ θα αποχωρήσουν από την κυβέρνηση, όμως βάζει άλλο ένα σημείο στις δηλώσεις του ότι δεν πρόκειται ποτέ να στηρίξει μια πρόταση δυσπιστίας που ενδεχομένως θα τεθεί από τη ΝΔ. Εξήγησε ότι οδεύουμε προς μια κυβέρνηση στην οποία οι ΑΝΕΛΛ θα παρέχουν ανοχή, κάτι που ισχύει και στην Ισπανία και στην Πορτογαλία». Σημείωσε πως θεωρεί ότι δεν υπάρχει πιθανότητα για πολιτικές εξελίξεις που δεν θα ήταν θετικές, «γιατί έχουμε 9 μήνες μπροστά μας με πολύ συγκεκριμένες προτεραιότητες σε αυτή τη μεταμνημονιακή φάση».
«Δεν κόψαμε κορδέλες. Δεν επρόκειτο για εγκαίνια αλλά για επιθεώρηση προόδου ενός έργου που έμοιαζε με το Γεφύρι της Άρτας, ώσπου το 2016 από τις ενέργειες της κυβέρνησης ξεκόλλησε και ενοχλεί πάρα πολύ κάποιους που βρισκόμαστε σε μια φάση ολοκλήρωσης», σχολίασε ο κ. Τζανακόπουλος σχετικά με αιτιάσεις για τη χθεσινή παρουσία του πρωθυπουργού σε σταθμό του Μετρό στη Θεσσαλονίκη. Είπε ότι για να επιλυθούν τα προβλήματα που κληρονόμησε η κυβέρνηση πέρασε από σαράντα κύματα και σημείωσε ότι πέτυχε, η κυβέρνηση, να εξοικονομήσει εκατοντάδες εκατομμύρια. "Πράγματι είναι αρκετοί που δυσφορούν με το γεγονός ότι η κυβέρνηση αυτή έχει καταφέρει όχι μόνο στο Μετρό της Θεσσαλονίκης, αλλά και σε όλα τα μεγάλα έργα, να σημειώσει τεράστιες προόδους και να αποδίδονται πια αυτά στη χρήση τους από τον λαό».
Ερωτηθείς με αφορμή τη συνέντευξη του κ. Σημίτη, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος είπε ότι πρόκειται για «σχεδόν προαναγγελία ηθελημένη ή αθέλητη για το τι έχει στο μυαλό του το μπλοκ του παλιού πολιτικού συστήματος εφόσον καταφέρει να παλινορθωθεί, κάτι που εκτιμώ ότι δεν πρόκειται να το επιτρέψει ο ελληνικός λαός». Σχολίασε ακόμη ότι ο πρώην πρωθυπουργός «ηθελημένα ή αθέλητα αποκάλυψε το βασικό σχέδιο και τη βασική αιτία της δυσφορίας του κ. Μητσοτάκη για την έξοδο από τα μνημόνια: Ο κ. Μητσοτάκης και το παλιό πολιτικό μπλοκ του παλιού καθεστώτος που έχει διαμορφωθεί γύρω του, είχε και έχει πάντα μια επιθυμία η χώρα να μη βγει από τη φάση της μνημονιακής επιτροπείας για να μπορέσουν να επιβληθούν πιο επιθετικά μέτρα». Πρόσθεσε ότι ενίοτε ο κ. Μητσοτάκης τα «ομολογεί», με τον κ. Τζανακόπουλο να αναφέρεται σε «ασφαλιστικό Πινοσέτ» τις θέσεις του για την αγορά εργασίας, τη δημόσια διοίκηση και τις «απολύσεις που ουσιαστικά προαναγγέλλει», τη μείωση φόρων για τις μεγάλες επιχειρήσεις.
«Δεν υπάρχει καμία απολύτως περίπτωση για την επιβολή νέων μέτρων», υπογράμμισε ο κ. Τζανακόπουλος, σχολιάζοντας ότι «σε κάποιο βαθμό και η διαρκής κινδυνολογία και καταστροφολογία που έγινε το μοτίβο των παρεμβάσεων του κ. Μητσοτάκη, έχει επηρεάσει ένα τμήμα των πολιτών». «Όχι μόνο δεν υπάρχουν, αλλά υπάρχει και ακύρωση μέτρων που προβλεπόταν από τη φάση της β' αξιολόγησης του τρίτου μνημονίου, όπως το μέτρο των συντάξεων» είπε και τόνισε: «Έχει αρχίσει να ακολουθείται πορεία σταδιακής αποκατάστασης αδικιών και λελογισμένης δημοσιονομικής επέκτασης. Είναι εντελώς παράλογο να συζητάμε για την επιβολή νέων δημοσιονομικών ή άλλων μέτρων».
Ερωτηθείς περί «φλερτ» με το ΚΙΝΑΛΛ και προοδευτικού καλέσματος, είπε ότι υπάρχει ένα πολιτικό δυναμικό στο ΚΙΝΑΛΛ που, όπως σε πολλά κόμματα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, έχει κατανοήσει λάθη, αστοχίες και πως το βασικό πρόβλημα της ήταν η στρατηγική συμπόρευση με τις δυνάμεις του νεοφιλελευθερισμού. Αντιδιέστειλε αυτό το πολιτικό δυναμικό με όσους ταυτίζονται, όπως είπε, με τη ΝΔ και τον κ. Μητσοτάκη και περιλαμβάνονται στο "μπλοκ του παλιού καθεστώτος".
Ως προς τις αυτοδιοικητικές εκλογές είπε ότι τα διλήμματα μπαίνουν από την ίδια τη ζωή, χαρακτήρισε τον κ. Μπακογιάννη ως κληρονόμο, ταυτισμένο με το παλιό πολιτικό καθεστώς, με τη λογική του νεποτισμού, για να τονίσει πως στον αντίποδα είναι ο Νάσος Ηλιόπουλος. «Ένας άνθρωπος που έχει πάντα στο μυαλό του τα συμφέροντα των πολλών που ζουν και εργάζονται στην Αθήνα, που βιώνουν όλα τα προβλήματα και τις θετικές όψεις της».
«Ο Νάσος Ηλιόπουλος μπορεί να εκφράσει αυτούς τους ανθρώπους», τόνισε, εξαίροντας και το έργο που έκανε ως ειδικός Γραμματέας του ΣΕΠΕ, από τα «συντρίμμια του οποίου δημιούργησε μια δυναμική υπηρεσία».