Τι ορίζει ο Νόμος για τη νόμιμη μοίρα; Ποιες προϋποθέσεις πρέπει να υπάρχουν για να ασκήσει ο συγγενής του εκλιπόντος το δικαίωμά του στη νόμιμη μοίρα; Πότε μπορεί κάποιος να προσβάλλει μία διαθήκη διεκδικώντας μερίδιο από την περιουσία; Ποιοι λόγοι πρέπει να συντρέχουν για να υπάρξει αποκλήρωση; Ο δικηγόρος Βαγγέλης Κραμβουσάνος από το δικηγορικό γραφείο KT LEGAL εξηγεί.
Ο κληρονομούμενος δεν είναι απόλυτα ελεύθερος στο πώς θα διαθέσει την περιουσία του. Η ελευθερία του έχει περιοριστεί από τον Έλληνα νομοθέτη μέσω του θεσμού της νόμιμης μοίρας, ο οποίος αποσκοπεί στον μη αποκλεισμό από τη διαθήκη και από τα κληρονομικά τους δικαιώματα αφενός για τους στενούς συγγενείς (τέκνα, γονείς) και αφετέρου για τον/την σύζυγο του εκλιπόντος. Η νόμιμη μοίρα εξασφαλίζει στα μέλη της οικογένειας του διαθέτη ένα υποχρεωτικό ελάχιστο ποσοστό στην κληρονομία αυτού, στις περιπτώσεις που εκείνος δεν τους συμπεριέλαβε στην διαθήκη του, ακόμα και παρά τη βούληση του εκλιπόντος να τους αποκλείσει εντελώς από από την κληρονομική διαδοχή.
Συγκεκριμένα, ο θεσμός της νόμιμης μοίρας περιγράφεται στα άρθρα 1825 έως 1845 του ελληνικού Αστικού Κώδικα. Στο εδ. 1 του άρθρου 1825 ΑΚ προβλέπεται ότι "οι κατιόντες και οι γονείς του κληρονομουμένου, καθώς και ο σύζυγος που επιζεί, οι οποίοι θα είχαν κληθεί ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι, έχουν δικαίωμα νόμιμης μοίρας στην κληρονομία". Τα πρόσωπα αυτά που είναι οι αναγκαίοι κληρονόμοι του εκλιπόντος, αποκαλούνται "νόμιμοι μεριδούχοι" και νομιμοποιούνται, αν το επιθυμούν, να διεκδικήσουν καταρχήν το μισό της εξ αδιαθέτου μερίδας τους, δηλαδή το ½ από την κληρονομική μερίδα που θα τους αναλογούσε, αν ο εκλιπών δεν είχε αφήσει πίσω του διαθήκη. Στην περίπτωση, λοιπόν, που ο διαθέτης ορίσει στη διαθήκη του αποκλειστικά τρίτα πρόσωπα ως κληρονόμους του, προσβάλλει τη νόμιμη μοίρα των αναγκαίων κληρονόμων του με αποτέλεσμα την αυτοδίκαιη ακυρότητα των διατάξεων της διαθήκης του, στο μέτρο που αυτές προσβάλλουν το αναγκαστικό κληρονομικό δικαίωμα αυτών, δηλαδή το ελάχιστο τμήμα που τους αναλογεί ως νόμιμη μοίρα. Το ίδιο φυσικά ισχύει και στην περίπτωση που με τη διαθήκη τούς καταλείπεται ποσοστό της κληρονομίας κατώτερο από τη νόμιμη μοίρα τους.
Προϋπόθεση αναγνώρισης του δικαιώματος στη νόμιμη μοίρα για κάποιον συγγενή του εκλιπόντος, είναι ότι αυτός θα είχε κληθεί να τον κληρονομήσει στην περίπτωση που δεν υπήρχε διαθήκη.
Αν και το άρθρο 1825 ΑK στο εδ. β’ ορίζει ότι η νόμιμη μοίρα ισούται με το ήμισυ της εξ αδιαθέτου μερίδας, ωστόσο ο τελικός υπολογισμός αυτής εξαρτάται και από άλλους παράγοντες. Ειδικότερα, για να υπολογιστεί η νόμιμη μοίρα των αναγκάιων κληρονόμων λαμβάνεται υπόψη η "πλασματική κληρονομία", δηλαδή η κατάσταση και η αξία της κληρονομίας κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, αφού αφαιρεθούν τα χρέη, τα έξοδα κηδείας και οι δαπάνες απογραφής της κληρονομίας. Περαιτέρω, στην αξία της κληρονομίας του εκλιπόντος προστίθενται οι παροχές χωρίς αντάλλαγμα που έκανε ο εκλιπών όσο ζούσε σε κάποιον από τους νόμιμους μεριδούχους καθώς και όλες κατά κανόνα οι δωρεές του προς αυτούς τα τελευταία 10 χρόνια προ του θανάτου του. Αφού γίνουν όλοι αυτοί οι υπολογισμοί και προκύψει η πλασματική κληρονομία, υπολογίζεται και η εξ αδιαθέτου μερίδα καθενός εκ των αναγκαίων κληρονόμων, της οποίας το ½ αντιστοιχεί στη νόμιμη μοίρα τους. Αν κατόπιν των ανωτέρω υπολογισμών προκύψει ότι η κληρονομική μερίδα κάποιου εκ των παραπάνω προσώπων είναι κατώτερη από την αξία της νόμιμης μοίρας του, τότε εκείνος νομιμοποιείται να ζητήσει τη συμπλήρωση αυτής κατά το ποσοστό που υπολείπεται. Σε περίπτωση που δεν επαρκεί προς αυτό η πραγματική κληρονομία του διαθέτη κατά το χρόνο θανάτου του, ο αναγκαίος κληρονόμος έχει το δικαίωμα να ζητήσει ακόμα και την ανάκληση ή την ακύρωση των δωρεών που είχαν χορηγηθεί από τον κληρονομούμενο σε άλλα πρόσωπα.
Ο αναγκαίος κληρονόμος, του οποίου υπολείπεται ποσοστό για τη συμπλήρωση της νόμιμης μοίρας του επί της κληρονομίας, έχει δικαίωμα να διεκδικήσει αυτό ασκώντας την αγωγή περί κλήρου, η οποία υπόκειται σε εικοσαετή παραγραφή. Με την αγωγή αυτή απαιτεί από έτερο συγκληρονόμο ή τρίτο, που κατακρατεί αντικείμενα της κληρονομίας, την αναγνώριση του κληρονομικού δικαιώματός του και την εν τέλει απόδοση του ποσοστού της κληρονομίας που υπολείπεται ώστε να αποκτήσει το μισό της εξ αδιαθέτου μερίδας του (νόμιμη μοίρα), ή αν αυτό δεν είναι εφικτό την καταβολή αποζημίωσης από τον εναγόμενο.
Παρά τα όσα ορίζει ο νόμος για τη νόμιμη μοίρα, ο διαθέτης έχει τη δυνατότητα να αποκλείσει συγγενή-νόμιμο μεριδούχο και από αυτό ακόμα το ποσοστό, αποκληρώνοντας αυτόν συμπεριλαμβάνοντας σχετική διάταξη στη διαθήκη του. Οι λόγοι που δικαιολογούν την αποκλήρωση νόμιμου μεριδούχου αναφέρονται περιοριστικά στο νόμο (άρθρα 1839-1845 ΑΚ) και σε κάθε περίπτωση πρέπει να συντρέχουν κατά τη στιγμή που συντάσσεται η διαθήκη και η σχετική διάταξη περί αποκλήρωσης και να περιγράφονται σε αυτήν. Η αποκλήρωση δικαιολογείται αν ο συγγενής-νόμιμος μεριδούχος έχει διαπράξει σοβαρή άδικη πράξη σε βάρος του διαθέτη ή/και αν διάγει ανήθικο βίο. Π.χ. ο διαθέτης δικαιούται να αποκληρώσει κατιόντα του που επιβουλεύτηκε τη ζωή ή προκάλεσε με πρόθεση σωματική βλάβη σε εκείνον ή μέλη της οικογένειάς του. Επίσης, ο διαθέτης δύναται να αποκληρώσει τον/την σύζυγό του, αν κατά το χρόνο του θανάτου του είχε δικαίωμα να ασκήσει αγωγή διαζυγίου για βάσιμο λόγο αποδιδόμενο σε υπαιτιότητα του/της συζύγου που επιζεί. Συνέπεια της αποκλήρωσης είναι το ότι η κληρονομία δεν περιέρχεται ποτέ στον αποκληρωθέντα κληρονόμο, δηλαδή υπάρχει έκπτωση του κληρονόμου πριν από την επαγωγή (περιέλευση της κληρονομίας) σε αυτόν.