Yποχωρεί η ζήτηση για αλλαντικά την τελευταία διετία στην Ελλάδα. Η μείωση του αγοραστικού ενδιαφέροντος για τα προϊόντα του κλάδου εν πολλοίς οφείλεται στην οικονομική κρίση και το περιορισμένο εισόδημα των καταναλωτών, καθώς δε θεωρούνται προϊόντα πρώτης ανάγκης από τους ίδιους.
Το παραπάνω συμπέρασμα προκύπτει από τη σχετική έρευνα της Hellastat. Η υποχώρηση της αγοράς οφείλεται, επίσης, στις συνεχείς προσφορές και μειώσεις τιμών που προβαίνουν οι εταιρείες του κλάδου, προκειμένου να ανταποκριθούν στις πιέσεις των καταναλωτών για φθηνότερα προϊόντα.
Στον κλάδο διαμορφώνεται ένα έντονα ανταγωνιστικό περιβάλλον, σύμφωνα με την Hellastat, που εντείνεται και από τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, τα οποία λόγω της χαμηλότερης τιμολόγησής τους κατακτούν ολοένα και μεγαλύτερα μερίδια.
Επιπλέον, οι αλλαντοβιομηχανίες έχουν να αντιμετωπίσουν και το περιορισμένο μέγεθος της εγχώριας αγοράς, όπως εξάλλου καταδεικνύει και η χαμηλή κατά κεφαλή κατανάλωση αλλαντικών στη χώρα μας.
Σύμφωνα με την Hellastat, η έλλειψη επαρκούς ποσότητας εγχώριων πρώτων υλών καθιστά των κλάδο εξαρτώμενο από προμηθευτές του εξωτερικού, γεγονός το οποίο συνεπάγεται αυξημένα έξοδα παραγωγής.
Οι όροι εμπορικής συνεργασίας έχουν διαφοροποιηθεί, με τα διαστήματα παροχής πίστωσης να περιορίζονται, ενώ πολλές αγορές διενεργούνται πλέον τοις μετρητοίς.
Οι μεγαλύτερες εταιρείες επιδιώκουν ανανέωση της προϊοντικής βάσης τους με νέα προϊόντα (έτοιμα κατεψυγμένα γεύματα, προϊόντα υψηλότερης διατροφικής αξίας και άλλες επιλογές), ενώ επεκτείνονται σε χώρες του εξωτερικού, όπου η κατανάλωση είναι υψηλότερη.
Στη μελέτη της Hellastat αναλύονται οι οικονομικές καταστάσεις 21 επιχειρήσεων. Ο συνολικός κύκλος εργασιών των αλλαντοβιομηχανιών του δείγματος το 2011 υποχώρησε περαιτέρω κατά 1,7% σε 386,57 εκατ. ευρώ. Το 80% των εταιριών υπέστησαν μειωμένες πωλήσεις, με τη μέση κάμψη ανά εταιρία να σχηματίζεται σε -5,4%.
Τα κέρδη προ τόκων, φόρων και αποσβέσεων (ΚΠΤΦΑ) υποδιπλασιάστηκαν σε 23,63 εκατ. ευρώ ενώ σημειώθηκαν προ φόρων ζημίες ύψους 7,52 εκατ. ευρώ έναντι κερδών 11 εκατ. ευρώ, το 2010. Η πολιτική προσφορών και εκπτώσεων περιόρισε το περιθώριο μικτών κερδών κατά 5 μονάδες σε 23,3%, συμπαρασύροντας τα περιθώρια ΚΠΤΦΑ και ΚΠΦ σε 7,7% και 0,1% αντίστοιχα.
Παρά την υψηλή κεφαλαιακή μόχλευση των εταιρειών (1,5 προς 1 για το 2011), οι δείκτες γενικής και άμεσης ρευστότητας διαμορφώθηκαν σε 1,5 και 1,2 αντίστοιχα. Ο εμπορικός κύκλος σχηματίστηκε στις 80 ημέρες με τις απαιτήσεις να εισπράττονται στους 6 μήνες. Παρά τη σημαντική υποχώρηση των ΚΠΤΦΑ, ο δείκτης κάλυψης τόκων έφτασε τις 3,1 φορές. Η μέση αποδοτικότητα Ιδίων Κεφαλαίων (RοΕ) το 2011 υποχώρησε σε μόλις 0,2% από 0,8% το 2010.