Αναζητώντας τον κορυφαίο αθλητή του τζούντο, στο άθλημα δηλαδή που επινοήθηκε από έναν και μόνο άνθρωπο, ο οποίος το εξάσκησε κιόλας, δε θα μπορούσαμε να μη σκεφτούμε τον Τζιγκόρο Κάνο, του οποίου "ο δρόμος προς την ευγένεια", χαράκτηκε μέσω του τζούντο.
Πόσο ακόμη σημαντικότερο όμως είναι να αναλογιστεί κανείς το να μαθαίνει την τέχνη, που ο ίδιος επινόησε, σε κάποιον άλλον.
Κι εκείνος να την ενστερνίζεται, να την κάνει τρόπο ζωής του. Στα πρώτα χρόνια της διάδοσης του τζούντο, έγινε γνωστό στη Βραζιλία κι ας χωρίζουν τη χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου και τη χώρα του καφέ χιλιάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα στην υδρόγειο. Ο λόγος ήταν οι ήδη διαδεδομένες πολεμικές τεχνικές του Σάμπο και του βραζιλιάνικου ζίου ζίτσου στη Βραζιλία. Το δεύτερο ήταν λίγο παραλλαγμένο από εκείνο το ζίου ζίτσου που εξασκούνταν, ως η πλέον διαδεδομένη πολεμική τέχνη του 19ου αιώνα, στην Ιαπωνία.
Η διάδοση του αθλήματος
Για την διάδοση του τζούντο στη Βραζιλία εν πολλοί υπεύθυνος είναι ο Μιτσούγιο Μαέντα. Γεννήθηκε στο Χιροσάκι το 1878 και ξεκίνησε να κάνει σούμο ως έφηβος. Η διαμάχη μεταξύ ζίου ζίτσου και τζούντο, που είχε λάβει μεγάλες διαστάσεις την εποχή του εκείνος πλησίαζε τα είκοσί του χρόνια τον κέντρισε. Άλλαξε άθλημα και τέχνη και στράφηκε στο τζούντο.
Η αλλαγή έγινε με το πού άρχισε να φοιτεί στο Πανεπιστήμιο Γουασέντα. Ο Μιτσούγιο Μαέντα έμαθε τζούντο από τον Τσουνέιρο Τομίτα, αλλά και από τον ίδιο το δάσκαλο της πολεμικής τέχνης, τον Τζιγκόρο Κάνο.
Εκτιμάται ότι ο Μαέντα ήταν ανίκητος. Έδωσε πάνω από 2.000 μάχες στην καριέρα του και δεν έχασε ποτέ! Όσο ο μύθος του μεγάλωνε, απέκτησε και το παρατσούκλι "μαχητής-κόμης". Θεωρείται επίσης ο θεμελιωτής του κοντοκάν τζούντο, της παραλλαγής, που καθόρισε τους κανόνες των πόντων για το άθλημα που μετέπειτα γνωρίζουμε ως Ολυμπιακό τζούντο.
Ο μέντοράς του, Τσουνέιρο Τομίτα, θεώρησε ότι το τζούντο ήταν φτιαγμένο για τον Μαέντα και ότι ο τελευταίος θα μπορούσε να αποτελέσει τον καλύτερο πρεσβευτή του αθλήματος.
Οι επιδείξεις στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον
Πράγματι, οι Τομίτα, Μαέντα και Σατάκε έφθασαν στη Νέα Υόρκη στις 8 Δεκεμβρίου 1904. Από το Γενάρη του 1905, έκαναν ανοικτές επιδείξεις του αθλήματος. Στις 17 Φεβρουαρίου της ίδιας χρονιάς φιλοξενήθηκαν στο κλειστό γυμναστήριο του Πανεπιστημίου του Πρίνστον. Δεν άργησαν να ζητήσουν από εθελοντές να συμμετέχουν. Ο Έρικ Τίπτον, ήρωας του αμερικανικού ποδοσφαίρου της εποχής, θέλησε να συμμετάσχει. Δεν πίστευε ότι οι κοντόσωμοι άνδρες μπορούσαν να κάνουν καλά ένα πραγματικό "θηρίο", όπως εκείνος. Ανέβηκε τότε στο ματ και μετά από ελάχιστα δευτερόλεπτα, ήταν κάτω στο ταρτάν, νικημένος από μια κίνηση του Μαέντα. Μόλις στις 8 Μαρτίου 1905 το τζούντο βρισκόταν, ως θέμα, στο πρωτοσέλιδο των New York Times. Ήταν η απαρχή της γνωριμίας του αμερικανικού κοινού με το άθλημα.
Η προώθηση του τζούντο στη Βραζιλία - Οτάβιο Μαέδα, ο... άλλος του εαυτός
Ο Μαέντα βρέθηκε στη Βραζιλία για να προωθήσει το άθλημα. Εκεί, όχι μόνο βρήκε πρόσφορο έδαφος, αλλά λάτρεψε τη χώρα. Άλλαξε το όνομά του και πολιτογραφήθηκε Βραζιλιάνος με το όνομα Οτάβιο Μαέδα. Ο Μαέδα, πλέον, πέρα από "μάστορας" του τζούντο, θεωρήθηκε ο πρωτομάστορας του κύματος μετανάστευσης Ιαπώνων στη χώρα του καφέ, χάρη στις διασυνδέσεις που απέκτησε και στην ολοένα και διογκούμενη διάδοση του αθλήματος.
Ο Μαέδα τελειοποίησε το βραζιλιάνικο ζίου ζίτσου και δίδαξε τον φημισμένο Κάρλος Γκράσιε, της αθλητικής οικογένειας των Γκράσιε, για να συνεχίσει την παράδοσή του.
Ο Μαέδα απεβίωσε στο Μπελέμ της Βραζιλίας το 1941 κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Ούτε αυτός, όπως και οι Τομίτα και Τζιγκόρο Κάνο πρόλαβαν να δουν το τζούντο να γίνεται Ολυμπιακό άθλημα στους Αγώνες του 1964 και να καθιερώνεται στη συνείδηση του κοινού, ως άθλημα, ως πολεμική τέχνη, ως τρόπος διαπαιδαγώγησης, ως τρόπος ζωής. Τραγική ειρωνία; Οι Αγώνες του 1964 διεξήχθησαν στο Τόκιο, την πρωτεύουσα της πατρίδας του αθλήματος...