Ο Ηλίας Ηλιάδης επέστρεψε στις επιτυχίες και κατέκτησε το χάλκινο μετάλλιο στην κατηγορία των -90 κιλών, επικρατώντας του Γάλλου Κλερζέ, στο γκραν πρι του τζούντο στο Ντίσελντορφ.
Το επόμενο μεγάλο ραντεβού των τζουντόκα είναι στις 30 και 31 Μαρτίου, στην Σαμψούντα της Τουρκίας.
Ο Ηλίας Ηλιάδης είναι ο καλύτερος Έλληνας τζουντόκα, σε ένα άθλημα που άνθησε στον ελλαδικό χώρο από το 2000 και μετά. Ο Έλληνας πρωταθλητής με καταγωγή από τη Γεωργία συγκλόνισε το πανελλήνιο με το χρυσό μετάλλιο και τα δάκρυά του στο υψηλότερο σκαλί του βάθρου στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 2004 στην κατηγορία των -81 κιλών.
Στους ίδιους αγώνες, την πέμπτη θέση κατέκτησε η Μαρία Καραγιαννοπούλου στα -48 κιλά και την έβδομη ο Ρεβάζι Ζιντιρίδης στα -60 κιλά.
Ο Ηλιάδης έχει ακόμη στο ενεργητικό του, σε μεγάλες διοργανώσεις, δύο χρυσά σε Παγκόσμια Πρωταθλήματα (2010, 2011), δύο ασημένια (2005, 2007), δύο χρυσά σε Ευρωπαϊκά Πρωταθλήματα (2004, 2011) και ένα χάλκινο (2010) και φυσικά, πέραν του χρυσού της Αθήνας και το πιο πρόσφατο Ολυμπιακό του μετάλλιο, το χάλκινο στους Αγώνες του Λονδίνου το 2012.
Οι καταβολές του τζούντο
Τζούντο σημαίνει στα ιαπωνικά "με ευγένεια". Το τζούντο είναι τέχνη, δεν είναι μόνο άθλημα. Ταυτόχρονα είναι πόλεμος, είναι μάχη.
Ο Τζιγκόρο Κάνο εμπνεύστηκε τη συγκεκριμένη πολεμική τέχνη το 1882 στην πατρίδα του, την Ιαπωνία.
Γρήγορα, οι Ιάπωνες μαθητές από τα παραδοσιακά επαρχιακά σχολεία τη χώρας μυούνταν από τα μαθητικά τους χρόνια στην τέχνη του τζούντο, η οποία πέρα από την άθληση που προσέφερε, ήταν μορφή φιλοσοφίας και παιδαγώγησης.
Ο Τζιγκόρο Κάνο είχε ιερατική καταγωγή από τον παππού του, αλλά η μητέρα του ήταν κόρη εργοστασιάρχη που παρήγαγε μπύρες. Ο Κάνο είχε καλή παιδική ηλικία και κατόρθωσε με τα εχέγγυα των γονιών του, να εκπαιδευτεί πολύ καλά. Σπούδασε αγγλική φιλολογία, ιαπωνική καλλιγραφία και μυήθηκε στα κείμενα του Κομφούκιο στο σχολείο της Σίβα.
Ξεκίνησε στην αρχή να μάθει ζίου ζίτσου, μια πολεμική τέχνη για να μπορεί να χαλαρώνει. Δεν ήταν όμως καλός. Ο συμφοιτητής του, Νακάι Ουμενάρι, γιος στρατιωτικού του πρότεινε το κάτα.
Ο Κάνο ήθελε κάτι με την ίδια πειθαρχία, αλλά λιγότερο πολεμικό. Συνέχισε τις σπουδές του και πήρε πτυχίο πολιτικών και οικονομικών επιστημών, αλλά δεν είχε βρει ακόμη το άθλημα-τέχνη-ηρεμία ψυχής που αναζητούσε.
Το πλήρωμα του χρόνου για τη γέννηση και εξέλιξη του αθλήματος
Κάποια στιγμή αποφάσισε να εξελίξει μόνος του το ζίου ζίτσου. Προσάρμοσε πολλές τεχνικές του, αλλά έβαλε και δικές του, νέες και έφτιαξε και δικούς του κανόνες.
Το τζούντο είχε μόλις γεννηθεί. Οριοθετώντας, όμως, ως βασικό στόχο του αθλήματος, εκτός από τη διάπλαση του ανθρώπινου σώματος και τη διαμόρφωση του ανθρώπινου χαρακτήρα μέσω της πνευματικής και ηθικής πειθαρχίας, ο Ιάπωνας μετέτρεπε το τζούντο από μια νέα πολεμική τέχνη, σε πραγματικό τρόπο ζωής. Το 1882 ο Τζιγκόρο Κάνο ίδρυσε το καντοκάν τζούντο που σιγά-σιγά άρχισε να εξαπλώνεται σε ολόκληρη την Ιαπωνία. Το 1907 υπολογίζεται ότι είχε ήδη 10.000 αθλητές - μέλη.
Το 1903 ο Γιαμασίτα κατ’ εντολή του Κάνο πήγε στις ΗΠΑ όπου διέδωσε το Τζούντο εκπαιδεύοντας ακόμη και τον Αμερικανό Πρόεδρο Τεοντόρ Ρούσβελτ.
Παρά τις φυσιολογικές αλλαγές, οι βασικοί κανόνες του Τζούντο παραμένουν ίδιοι όπως και η βασική φιλοσοφία του πατέρα του Τζούντο ο οποίος ήθελε μια νέα πολεμική τέχνη, ένα άθλημα, με τους λιγότερους δυνατούς τραυματισμούς.
Για τριάντα χρόνια ο Τζιγκόρο Κάνο αφιέρωσε τη ζωή του στη διάδοση και εξάπλωση του αθλήματος. Βασικός συνεργάτης του Βαρόνου Πιερ Ντε Κουπερτέν, είχε ενεργό ρόλο στο Ολυμπιακό Κίνημα, όντας και μέλος της ΔΟΕ.
Ο Τζιγκόρο Κάνο δεν πρόλαβε να δει εν ζωή -πέθανε το 1938-, την είσοδο του Τζούντο στους Ολυμπιακούς Αγώνες στη διοργάνωση του Τόκιο το 1964, ούτε την ίδρυση της Διεθνούς Ομοσπονδίας το 1951, την οποία είχε προτείνει ο ίδιος από τη δεκαετία του ‘30.
Η Παγκόσμια Ομοσπονδία Τζούντο έχει πάνω από 180 μέλη πια. Το 1951 διεξήχθη το πρώτο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα υπό την αιγίδα της αντίστοιχης Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας τρία χρόνια νωρίτερα, το 1948.
Το 1992 προστέθηκε και γυναικείο Ολυμπιακό τουρνουά και έκτοτε άνδρες και γυναίκες διαγωνίζονται παράλληλα.
Ενδυμασία και κανόνες του τζούντο
Ο κάθε αθλητής του τζούντο φορά το τζουντόγκι. Πρόκειται για μια χοντρή και φαρδιά βαμβακερή ενδυμασία, αποτελούμενη από σακάκι, παντελόνι και ζώνη. Το σακάκι είναι κατασκευασμένο από πολύ χοντρό ύφασμα για να αντέχει τα τραβήγματα, αλλά και για να προστατεύει στις πτώσεις.
Ο αγώνας κερδίζεται όταν:
- Ένας αθλητής πάρει Ippon. Το Ippon είναι κίνηση, που αξίζει δέκα βαθμούς, οι οποίοι δίνονται στην άψογη ρίψη του αντιπάλου, ή στο κράτημά του για 25 δευτερόλεπτα στο έδαφος. Ippon καταλογίζεται και όταν ο αντίπαλος υποχρεωθεί να εγκαταλείψει.
- Ένας αθλητής πετύχει δύο waza-ari. Στο waza-ari δίνονται επτά βαθμοί, όταν λείπει από μια ρίψη ένα από τα στοιχεία του Ippon ή όταν ο αντίπαλος ξεφύγει σε χρόνο μεταξύ 20 και 24 δευτερολέπτων.
- Ο αντίπαλος δεχτεί δύο παρατηρήσεις, που ισοδυναμούν με αποκλεισμό του από τον αγώνα.
- Ο ένας αθλητής έχει συγκεντρώσει περισσότερους βαθμούς στο τέλος του αγώνα. Η διάρκεια της μονομαχίας έχει maximum τα πέντε λεπτά για τους άνδρες τζουντόκα και τα τέσσερα για τις γυναίκες.
Άλλες κινήσεις που χαρίζουν πόντους είναι το Yuko και το koka. Στο πρώτο, δίνονται πέντε βαθμοί στην εν μέρει επιτυχημένη ρίψη αντιπάλου ή όταν ο αντίπαλος στριμωχτεί κάτω αλλά διαφύγει μέσα σε 15 με 19 δευτερόλεπτα. Αντίστοιχα, στην περίπτωση του δεύτερου, δίνονται τρεις βαθμοί. Για να κατακτηθούν, πρέπει ο αντίπαλος να πέσει με τον ώμο, το μηρό ή τους γλουτούς ή να πιεστεί, αλλά να ξεφύγει μέσα σε 10 με 14 δευτερόλεπτα.
Ο αγώνας διεξάγεται σε μαλακό στρώμα με αφρολέξ, καλυμμένο από βινύλιο ή τατάμι. Στον αγώνα υπάρχουν ένας διαιτητής και ένας κριτής και οκτώ σημειωτές/χρονομετρητές, όπως επίσης και ένας γιατρός, σε περίπτωση που κάποιος αθλητής τραυματιστεί.
Τζούντο: οι κορυφαίοι
Από την Ελληνική Ομοσπονδία Τζούντο, πληροφορούμαστε τους θρυλικούς αθλητές του τζούντο τον 20ό αιώνα, στην κατηγορία των "μεγάλων μορφών" του αθλήματος.
Άνδρες
Mασαχίκο Κιμούρα (Ιαπωνία, 1917-1993)
Θεωρείται ο μεγαλύτερος τζουντόκα όλων των εποχών. Πήρε το πρώτο dan σε ηλικία 15 ετών. Σε ηλικία 19 ετών ηττήθηκε για τελευταία φορά, άλλωστε σε ολόκληρη την καριέρα του γνώρισε μόλις τέσσερις ήττες. Το 1937 κατέκτησε το πρώτο χρυσό μετάλλιο στο πρωτάθλημα της Ιαπωνίας, εφαρμόζοντας την αγαπημένη του τεχνική osoto-gari. Με ύψος 1,70 και βάρος 86 κιλά, ήταν πολύ δυναμικός και έμεινε στην ιστορία και για τα πολύωρα προγράμματα προπόνησης που εφάρμοζε για να τελειοποιήσει την τεχνική του. Συνέχιζε να αγωνίζεται και μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και εγκατέλειψε την ενεργό δράση σε ηλικία 40 ετών.
Νταβίντ Ντουγιέ (Γαλλία, 1959)
Μια πολύ μεγάλη μορφή του αθλήματος είναι ο πρώτος αθλητής στην κατηγορία βαρέων βαρών που κατέκτησε τρία Ολυμπιακά μετάλλια. Η αρχή έγινε με το χάλκινο μετάλλιο το 1992 στη Βαρκελώνη για να ακολουθήσουν τα χρυσά μετάλλια το 1996 στην Ατλάντα και το 2000 στο Σίδνεϊ. Ο θρίαμβος του στο Σίδνεϊ παραμένει αλησμόνητος, καθώς ο Ντουγιέ προερχόταν από σοβαρό τραυματισμό σε ατύχημα με τη μοτοσικλέτα του. Τελικά, όχι μόνο ανάρρωσε αλλά επανήλθε δριμύτερος. Το 2000 αναδείχθηκε αθλητής της χρονιάς στη Γαλλία, ενώ στην καριέρα του έχει κατακτήσει τέσσερα χρυσά μετάλλια στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα και επίσης ένα χρυσό, ένα ασημένιο και δύο χάλκινα μετάλλια στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα. Από το 2001 είναι προπονητής στη γαλλική ομάδα των βαρέων βαρών.
Γιασουχίρο Γιαμασίτα (Ιαπωνία, 1957)
Θεωρείται ο πιο επιτυχημένος και αποτελεσματικός. Κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λος Άντζελες (1984), ενώ αναδείχθηκε τρεις φορές παγκόσμιος πρωταθλητής. Από το 1977 ως το 1985 δεν είχε αντίπαλο στο πρωτάθλημα της Ιαπωνίας. Διετέλεσε προπονητής της ιαπωνικής ομάδας του Τζούντο (1989-2000) ενώ τώρα είναι επικεφαλής προπονητής στο Πανεπιστήμιο Τοκάι, καθώς και εθνικός σύμβουλος εκπαίδευσης.
Άντον Γκίισινγκ (Ολλανδία, 1934)
Ο πρώτος αθλητής ο οποίος έκανε ολόκληρο τον κόσμο να μιλάει για το Τζούντο. Ο πανύψηλος (2,02) Ολλανδός ήταν ο πρώτος χρυσός Ολυμπιονίκης στην κατηγορία των βαρέων βαρών το 1964 στο Τόκιο. Ουδείς πίστευε ότι ένας Ευρωπαίος θα νικούσε τους Ιάπωνες, αν και τρία χρόνια νωρίτερα ο Γκίισινγκ είχε αναδειχθεί παγκόσμιος πρωταθλητής. Η νίκη του στον τελικό εναντίον του Ιάπωνα Καμινάγκα σημειώθηκε μόλις σε οκτώ λεπτά, αλλά και η κίνησή του να απομακρύνει τον Ολλανδό φίλαθλο που έτρεξε να τον αποθεώσει, αμέσως μετά τη νίκη του, ώστε ο αντίπαλός του να συνέλθει και να σηκωθεί με αξιοπρέπεια, έμεινε στην ιστορία. Ο Γκίισινγκ αναδείχθηκε τρεις φορές παγκόσμιος πρωταθλητής, ενώ από το 1952 ως το 1964 καθώς και το 1967 κατακτούσε συνεχώς το χρυσό μετάλλιο στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα! Μετά τη λήξη της καριέρας του έγινε πρεσβευτής του Τζούντο σε ολόκληρο τον κόσμο, ενώ είναι μέλος της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής.
Βίλχελμ Ρούσκα (Ολλανδία, 1940)
Ο πρώτος τζουντόκα ο οποίος κατέκτησε δύο χρυσά Ολυμπιακά μετάλλια και μάλιστα σε μία διοργάνωση. Συνέβη στους Αγώνες του 1972 στο Μόναχο όταν ο Ολλανδός αθλητής θριάμβευσε τόσο στα +93 κιλά όσο και στην open κατηγορία, γράφοντας ιστορία. Η πρώτη εμφάνισή του στο διεθνές στερέωμα κατεγράφη το 1965 όταν κατέκτησε το χάλκινο μετάλλιο στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του Βερολίνου ενώ κατετάγη δεύτερος στην open κατηγορία. Αν και άρχισε το Τζούντο σχετικά αργά (σε ηλικία 20 ετών) είχε πολλά φυσικά χαρίσματα που τον οδήγησαν στην ελίτ του αθλήματος. Αναδείχθηκε δυο φορές παγκόσμιος πρωταθλητής (και άλλη μία δεύτερος) ενώ συμμετείχε σε επτά Ευρωπαϊκά Πρωταθλήματα κατακτώντας, συνολικά 11 μετάλλια (επτά χρυσά, τρία ασημένια και ένα χάλκινο).
Ρόμπερτ Βαν Ντερ Βάλε (Βέλγιο, 1940)
Ένας θρύλος του Τζούντο. Έλαβε μέρος σε πέντε διοργανώσεις Ολυμπιακών Αγώνων και κατέκτησε ένα χρυσό, ένα ασημένιο και ένα χάλκινο μετάλλιο. Η τροπαιοθήκη του περιλαμβάνει επίσης τρία χρυσά, τέσσερα ασημένια και οκτώ χάλκινα μετάλλια σε Ευρωπαϊκά Πρωταθλήματα και δύο ασημένια και τρία χάλκινα μετάλλια σε Παγκόσμια Πρωταθλήματα. Σε ηλικία 39 ετών κατέκτησε το χάλκινο μετάλλιο στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα που διεξήχθη στο Βελιγράδι.
Κοσέι Ινούε (Ιαπωνία, 1978)
Ο σούπερ - σταρ του σύγχρονου Τζούντο στην Ιαπωνία, αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο. Σημαιοφόρος της Ιαπωνίας στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του Σίδνεϊ πραγματοποίησε την πρώτη εμφάνισή του ως τζουντόκα υψηλών προδιαγραφών το 1997 όταν κατέκτησε το χάλκινο μετάλλιο στο εθνικό πρωτάθλημα της Ιαπωνίας. Ο κόσμος άρχισε να μιλάει γι' αυτόν και οι επιτυχίες διαδέχονταν η μία την άλλη. Το 1998 αναδείχθηκε νικητής στους Πανασιατικούς Αγώνες στη Μπανγκόγκ, ενώ το 1999 κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα. Στο Σίδνεϊ, το 2000, απλά επιβεβαίωσε την κυριαρχία του, ενώ τρία χρόνια αργότερα βρέθηκε και πάλι στο πρώτο σκαλί του βάθρου στο παγκόσμιο πρωτάθλημα της Οσάκα. Πολύ δυνατός και εξαιρετικά ταχύς, μοιάζει ακατανίκητος. Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Σίδνεϊ νίκησε τους δυο πρώτους αγώνες του σε 18 και 9 δευτερόλεπτα αντίστοιχα (!) ενώ χαρακτηριστική ήταν η δήλωση του αντιπάλου του στον τελικό, του Καναδού Νίκολας Γκιλ: "Είμαι πρωταθλητής κόσμου, γιατί ο άνθρωπος που με νίκησε δεν ανήκει σε αυτόν τον κόσμο"!
Τανταχίρο Νομούρα (Ιαπωνία, 1974)
Είναι πλέον ο μοναδικός τζουντόκα που έχει στη συλλογή του τρία χρυσά Ολυμπιακά μετάλλια. Ο Ιάπωνας, κατέκτησε την πρώτη θέση στην κατηγορία των -60 κιλών, στο τουρνουά της Αθήνας και σε συνδυασμό με τις πρωτιές σε Ατλάντα και Σίδνεϊ, έγινε κάτοχος ενός μοναδικού ρεκόρ στην ιστορία του αθλήματος σε Ολυμπιακό επίπεδο. Στη συλλογή του έχει και δύο παγκόσμιους τίτλους και συγκεκριμένα ένα χρυσό μετάλλιο το 1997 στο Παρίσι και ένα χάλκινο το 2003 στην Οσάκα.
Γυναίκες
Μπριζίτ Ντιντιέ (Γαλλία, 1958)
Η κορυφαία αθλήτρια και δεσπόζουσα φυσιογνωμία στη κατηγορία των μεσαίων βαρών στη δεκαετία του 80, διακρίθηκε για την εξαιρετική τακτική και τεχνική της. Μυήθηκε στο Τζούντο σε ηλικία 14 ετών και το 1979 πέτυχε την πρώτη διεθνή νίκη της, κατακτώντας το χρυσό μετάλλιο στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του Κερκέιντ. Μετά από ένα σοβαρό τραυματισμό στο γόνατο, ανέβηκε κατηγορία (στα 66 κιλά) αλλά παρέμεινε στην ελίτ. Κατέκτησε τρία χρυσά και ένα ασημένιο μετάλλιο σε Παγκόσμια Πρωταθλήματα (1982-87), ενώ σε Ευρωπαϊκά Πρωταθλήματα (1979-88) κατέκτησε συνολικά έξι μετάλλια (τέσσερα χρυσά, ένα ασημένιο, ένα χάλκινο). Το 1988 στη Σεούλ, όπου το Τζούντο αποτελούσε άθλημα επίδειξης για τις γυναίκες, κατέκτησε το ασημένιο μετάλλιο. Η Ντιντιέ εξακολουθεί να ασχολείται με το Tζούντο, με την ιδιότητα της αντιπροέδρου της γαλλικής ομοσπονδίας.
Σεσίλια Νοβάκ (Γαλλία, 1961)
Η μικρόσωμη Γαλλίδα άρχισε να ασχολείται με το Τζούντο σε ηλικία 11 ετών. Στην ιστορία έμειναν οι αναμετρήσεις με τη Βρετανίδα Κάρεν Μπριγκς, αλλά και τη Γιαπωνέζα Ριόκο Ταμούρα-Τάνι την οποία νίκησε στον τελικό των 52 κιλών των Ολυμπιακών Αγώνων της Βαρκελώνης. Τότε που η εμπειρία της Νοβάκ υπερίσχυσε του ενθουσιασμού, της κατά 14 χρόνια μικρότερης αντιπάλου της. Συνολικά στην καριέρα της η Νοβάκ έχει κατακτήσει τέσσερα χρυσά μετάλλια και ένα ασημένιο σε Ευρωπαϊκά Πρωταθλήματα, ένα χρυσό και ένα χάλκινο μετάλλιο σε Παγκόσμια Πρωταθλήματα και φυσικά το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Βαρκελώνης. Τώρα, είναι επικεφαλής προπονήτρια της εθνικής ομάδας γυναικών της Γαλλίας.
Κάρεν Μπριγκς (Μεγάλη Βρετανία, 1963)
Θεωρήθηκε η πρώτη γυναίκα - πρότυπο μιας ολοκληρωμένης τζουντόκα. Οι αγώνες της ήταν η απάντηση στα ερωτηματικά που μέχρι τότε έθεταν ορισμένοι για το Tζούντο γυναικών. Αναδείχθηκε τέσσερις φορές Παγκόσμια Πρωταθλήτρια και άλλες πέντε Πρωταθλήτρια Ευρώπης, ενώ κατέκτησε άλλα τέσσερα ασημένια μετάλλια στις δυο διοργανώσεις (1+3). Το 1992 θέλησε να προσθέσει στο παλμαρέ της και ένα Ολυμπιακό μετάλλιο, αλλά έπεσε πάνω στην καταπληκτική Γιαπωνέζα Ταμούρα-Τάνι η οποία δήλωσε μετά τον αγώνα, ότι ως πρότυπο αθλήτριας είχε πάντοτε την Μπριγκς. Τώρα η απόμαχη πλέον Βρετανίδα αθλήτρια διδάσκει τα μυστικά του Τζούντο στην πατρίδα της.
Ίνγκριντ Μπέργκμανς (Βέλγιο, 1961)
Η πιο αναγνωρίσιμη φιγούρα του Τζούντο γυναικών στα πρώτα χρόνια της εμφάνισής της στο διεθνές στερέωμα. Η Βελγίδα τζουντόκα έκλεβε την παράσταση καθώς συμμετείχε, συνήθως, δύο φορές στους μεγάλους αγώνες. Μία στη δική της κατηγορία (-72 κιλά) και άλλη μια στην open. Συνήθως νικούσε και τις δύο φορές, εφαρμόζοντας μάλιστα εντυπωσιακές τεχνικές για να φτάσει στην επιτυχία. Συνολικά στη μεγάλη καριέρα της κατέκτησε 23 μετάλλια σε μεγάλες διοργανώσεις: πέντε χρυσά, τέσσερα ασημένια και ένα χάλκινο σε Ευρωπαϊκά Πρωταθλήματα, έξι - πέντε - μηδέν σε Παγκόσμια Πρωταθλήματα, ενώ αναδείχθηκε νικήτρια στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Σεούλ, όπου το Τζούντο ήταν άθλημα επίδειξης.
Μιν-Σουν Τσο (Κορέα 1972)
Η καλύτερη τζουντόκα όλων των εποχών στη Νότια Κορέα. Πρωταγωνίστησε σε όλες τις κατηγορίες που συμμετείχε, καθώς διαδοχικά ανέβηκε από τα 48 κιλά στα 52, εν συνεχεία στα 56, ύστερα στα 66, για να καταλήξει στα 70 κιλά. Κατέκτησε δυο Ολυμπιακά μετάλλια (χρυσό το 1996, αργυρό το 2000) ενώ κατέλαβε την τρίτη θέση στους αγώνες επίδειξης το 1988. Πρωταγωνίστησε επίσης στα Παγκόσμια Πρωταθλήματα (δύο χρυσά, δύο χάλκινα) και στους Ασιατικούς Αγώνες. Πολύ δυνατή και ιδιαίτερα προσαρμόσιμη στις συνθήκες των εκάστοτε αγώνων.
Ντριούλις Γκονζάλεζ (Κούβα, 1973)
Η καλύτερη μαθήτρια του μεγάλου δασκάλου του Τζούντο στη Κούβα Ρονάλντο Μπεϊτία Βαλντίβε έχει χαρίσει στην πατρίδα της τέσσερα Ολυμπιακά μετάλλια. Ένα χρυσό (το 1996), ένα ασημένιο (το 2000) και δύο χάλκινα (1992, 2004). Μια εντυπωσιακή τζουντόκα, πολύ σταθερή στα κιλά της (56 και 57) αναδείχθηκε, ακόμη, έξι φορές νικήτρια στους Παναμερικανικούς Αγώνες ενώ πρωταγωνίστησε και στα Παγκόσμια Πρωταθλήματα όπου κατέκτησε δυο χρυσά, ένα ασημένιο και δύο χάλκινα μετάλλια. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Γκονζάλεζ κέρδισε το χρυσό Ολυμπιακό μετάλλιο στην Ατλάντα το 1996 μόλις 2 μήνες αφού είχε τραυματιστεί σοβαρά στη σπονδυλική στήλη.
Ριόκο Τάνι-Ταμούρα (Ιαπωνία, 1975)
Η διασημότερη τζουντόκα σε ολόκληρο τον κόσμο. Την αποκαλούν και "Yawara" όπως δηλαδή και ο χαρακτήρας του καρτούν που έχει σχεδιαστεί με πρότυπο αυτήν την καταπληκτική όσο και μικροσκοπική Γιαπωνέζα (1,45μ., 48 κιλά). Κάθε δημόσια εμφάνισή της ξεσηκώνει τα πλήθη στην πατρίδα της καθώς είναι πολύ δημοφιλής και εξαιρετικά επιτυχημένη. Γεννηθείσα το 1975 έχει προλάβει, να κατακτήσει τέσσερα Ολυμπιακά μετάλλια (δύο χρυσά, δύο ασημένια), έξι τίτλους σε Παγκόσμια Πρωταθλήματα (συν ένα χάλκινο μετάλλιο) και να σημειώσει μεγάλες επιτυχίες στους Ασιατικούς Αγώνες και σε μεγάλα τουρνουά. Εμφανίσθηκε για πρώτη φορά σε ηλικία 15 ετών, στο μεγάλο τουρνουά της Fukuoka. H νίκη της επί της Βρετανίδας Μπριγκς, που αποτελούσε το πρότυπό της, προκάλεσε μεγάλη αίσθηση. Ένα νέο αστέρι είχε γεννηθεί. Από το 1991 ως το 2004 οι μοναδικές ήττες της σημειώθηκαν σε δυο τελικούς Ολυμπιακών Αγώνων και συγκεκριμένα το 1992 (Βαρκελώνη) και το 1996 (Ατλάντα).
736