Επισημάνσεις και προτάσεις της PWC για το μέλλον του κλάδου και του ξενοδοχειακού τομέα
Τη δυναμική του ελληνικού τουρισμού αποτυπώνει σε μελέτη που δημοσιοποιεί η PWC με τίτλο «Ελληνικός Τουρισμός - Η επόμενη μέρα», επισημαίνοντας μεταξύ άλλων, ότι ο τουρισμός είναι μια ισχυρή δύναμη στην οικονομία, που συμβάλλει στην ανάπτυξη της οικονομίας με τουριστικές εισπράξεις που έφθασαν τα 15 δισ. ευρώ το 2017, έχοντας άμεση συνεισφορά 8% στο ΑΕΠ και συμβάλλοντας κατά περίπου 1%-1,2% στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας.
Για το 2018 ο Γενικός Διευθυντής του ΙΝΣΕΤΕ, Δρ. Ηλίας Κικίλιας, επεσήμανε σε ειδική εκδήλωση που διοργάνωσε ο ΣΕΤΕ, ότι το 2018 τα έσοδα θα ανέλθουν στα 16 δισ. ευρώ και οι αφίξεις στα 30 και πλέον εκατομμύρια, χωρίς να υπολογίζονται οι επισκέπτες της κρουαζιέρας. Ωστόσο, ο εντεταλμένος Σύμβουλος PwC Ελλάδας Κώστας Μητρόπουλος εστιάζοντας στο «τι μέλλει γεννέσθαι», για να συνεχίσει ο ελληνικός τουρισμός να είναι παγκοσμίως ανταγωνιστικός και να ανταποκριθεί στην αυξημένη ζήτηση, αν συνεχιστεί την επόμενη πενταετία, τόνισε ότι απαιτούνται επενδύσεις για την περίοδο 2018-2022 ύψους περίπου 6 δισ. ευρώ, Οι επενδύσεις αυτές πρέπει να αφορούν σύμφωνα με τον ίδιο κυρίως επεκτάσεις υφισταμένων μονάδων στους κύριους προορισμούς (Κρήτη, Ιόνιο, Νότιο Αιγαίο, Κεντρική Μακεδονία) και όχι τόσο την ανέγερση νέων ξενοδοχείων.
Ο ξενοδοχειακός κλάδος, όπως τονίζεται στην έρευνα, παρουσιάζει τάσεις υπερ-προσφοράς, με εξαίρεση την Κρήτη, το Νότιο Αιγαίο και τα νησιά του Ιονίου. Πάντα σύμφωνα με την έρευνα, τα ελληνικά ξενοδοχεία απαιτούν κυρίως επενδύσεις ανακαίνισης, αφού υπάρχει άφθονη διαθέσιμη χωρητικότητα. Μόνο κατά την περίοδο αιχμής, στους κύριους προορισμούς ενδέχεται να υπάρξουν ελλείψεις χωρητικότητας έως το 2022. Μέχρι τότε, αναμένεται να χρειαστούν 24.000 νέες κλίνες.
Δυο ταχύτητες στις επιδόσεις των αφίξεων τουριστών
Σε ό, τι αφορά τις επιδόσεις της ελληνικής ξενοδοχίας, υπογραμμίζεται ότι το 77% της συνολικής χωρητικότητας κλινών συγκεντρώνεται σε κύριους προορισμούς (Νότιο Αιγαίο, Κρήτη, Ιόνια Νησιά, Κεντρική Μακεδονία και Αττική) και το υπόλοιπο 32% στην υπόλοιπη Ελλάδα, γεγονός που αναδεικνύει το ζήτημα της ανομοιογενούς διάχυσης των τουριστικών ροών στους ελληνικούς προορισμούς, αλλά και της επενδυτικές ευκαιρίες που διανοίγονται από αυτή την υστέρηση. Ο κ. Μητρόπουλος έκανε λόγο για μια επενδυτική ευκαιρία που ανοίγεται για τους επενδυτές.
Συγκεκριμένα επεσήμανε, ότι για τον ιδιωτικό τομέα είναι μια καλή ευκαιρία να αναπτύξει επενδύσεις σε δευτερεύοντες προορισμούς, που μπορεί τώρα να υστερούν σε αφίξεις τουριστών, αλλά μακροπρόθεσμα με δράσεις αύξησης αναγνωρισιμότητας αυτών, τότε οι οποίες επενδύσεις θα αποβούν προς όφελος των επενδυτών. Τέτοιες περιοχές είναι η Πελοπόννησος, η Θεσσαλία, η Κεντρική Ελλάδα, το Βόρειο Αιγαίο, η Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, η Δυτική Ελλάδα, η Ήπειρος και η Δυτική Μακεδονία. Πάντως την καλύτερη απόδοση επενδεδυμένου κεφαλαίου σε ξενοδοχείο, την έχει η επένδυση σε 3άστερο ξενοδοχείο στην περιοχή των Κυκλάδων, πάντα σύμφωνα με την έρευνα.
Την ίδια στιγμή όπως τονίζει η έρευνα, υπάρχουν 65 λειτουργικές ξενοδοχειακές εταιρείες και 35 ξενοδοχειακά ακίνητα προς πώληση, που αντιπροσωπεύουν περίπου το 3% του συνολικού διαθέσιμου ξενοδοχειακού δυναμικού. Οι ξενοδοχειακές εταιρείες προς πώληση βρίσκονται κυρίως σε κύριους προορισμούς και παρουσιάζουν ένα σημαντικό χάσμα (100%) μεταξύ ζητούμενης τιμής και αξίας. Τα ξενοδοχειακά ακίνητα προς πώληση βρίσκονται και αυτά σε κύριους προορισμούς και διατιμώνται περίπου στο 60% των επενδύσεων νέων κατασκευών.
Καλές οι προοπτικές του ελληνικού τουρισμού
Οι προοπτικές του ελληνικού τουρισμού, όπως τονίζονται στην έρευνα, διαφαίνονται καλές τηρουμένων των διαρθρωτικών περιορισμών του κλάδου. Οι αφίξεις αυξάνονται, η διάρκεια παραμονής δε μειώνεται γρήγορα, η μέση ημερήσια δαπάνη είναι σταθερή, ο αριθμός της σημαντικής τουριστικής προέλευσης αυξάνεται. Από την άλλη πλευρά, οι αφίξεις παραμένουν «αιχμηρές», η ημερήσια δαπάνη παραμένει περιορισμένη, αλλά και οι ίδιοι προορισμοί προέλευσης προσελκύουν το μεγαλύτερο μέρος της ζήτησης.
Για το λόγο αυτό οι προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει η τουριστική βιομηχανία, εντοπίζονται σε τέσσερις πολιτικές, που θα διευκολύνουν την υλοποίηση των επενδυτικών στρατηγικών και θα προσθέσουν αξία στην οικονομία, πάντα με όσα συμπεραίνει η έρευνα. Συγκεκριμένα, χρειάζονται πολιτικές προσέλκυσης τουριστών με υψηλό εισόδημα (οι οποίες μπορεί να αποφέρουν επιπλέον 6,9 δισ. ευρώ τουριστικές εισπράξεις), πολιτικές εισαγωγής συμπληρωματικών προϊόντων (μπορούν να αποφέρουν επιπλέον 2,6 δισ. ευρώ τουριστικές εισπράξεις), πολιτικές επέκτασης ζήτησης σε δευτερεύοντες προορισμούς (μπορούν να αποφέρουν επιπλέον 2,1 δισ. ευρώ έσοδα ξενοδοχείων σε δευτερεύοντες προορισμούς), πολιτικές αναβάθμισης του τουριστικού προϊόντος (μπορούν να αποφέρουν επιπλέον 4,3 δισ. ευρώ πρόσθετο ΑΕΠ ανά έτος. Σε κάθε περίπτωση, η μελέτη σημειώνει, ότι είναι απαραίτητη η σύμπραξη δημόσιου-ιδιωτικού τομέα για την ενίσχυση της συνεισφοράς του τουρισμού στην ελληνική οικονομία.
Μελέτη INSETE-Hotel Study
Παράλληλα με την PWC και το ινστιτούτο του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων παρουσίασε μελέτη, η οποία περιλαμβάνει δείγμα 1.545 ξενοδοχείων (107.709 δωμάτια), από τα 10.000 περίπου ξενοδοχεία που είναι συνολικά και στην οποία τονίζεται, ότι το μεγαλύτερο μέρος της δραστηριότητας του κλάδου λαμβάνει χώρα σε 5 περιφέρειες και στα ξενοδοχεία 4 και 5 αστέρων, ενώ μεγάλα είναι τα περιθώρια ανάπτυξης των δευτερευόντων προορισμών. Από τα σημαντικότερα ευρήματα της έρευνας, είναι αυτό που αφορά την επιλογή του προορισμού, που πάντα σύμφωνα με την έρευνα, τα καταλύματα είναι το 2ο σημαντικότερο κριτήριο για την επιλογή ενός προορισμού.
Σε ό,τι αφορά το τέλος των επενδύσεων, η έρευνα αποτυπώνει, ότι η ανάπτυξη του ξενοδοχειακού κλάδου από το 2010 εως το 2017 επικεντρώθηκε στην αύξηση των πεντάστερων δωματίων, που το 2010 ανέρχονταν σε 51.100 και το 2017 ανέρχονται σε 74.884 δωμάτια σημειώνοντας αύξηση 47%. Συνολικά, η ανάπτυξη του ξενοδοχειακού κλάδου σημείωσε 4% στο εν λόγω διάστημα.