Η «χρυσή» κληρονόμος που είδε αίφνης τη ζωή της να αλλάζει στα 47 της και η υπόθεση απαγωγής που τη στιγμάτισε
Ήταν 3 Ιανουαρίου 2002, μία συννεφιασμένη ημέρα στο Λονδίνο, όταν η Charlene λαμβάνει ένα τηλεφώνημα από την Ολλανδία που έμελλε να αλλάξει τη ζωή της: Ο πατέρας της, Freddy, είχε φύγει από τη ζωή. Στη λιτή κηδεία που ακολούθησε παρευρισκόταν μόνο η στενή οικογένεια: η σύζυγός του, η Charlene με τον άντρα της, Michel και η επί σειρά ετών στενή συνεργάτιδα του πατέρα της, η γραμματέας του.
Την επόμενη ημέρα, τίποτε δεν θα είναι πια ίδιο για την 47χρονη τότε Charlene. Μέχρι τότε, ήταν μάλλον μία παραδοσιακή γυναίκα που είχε επιλέξει να μην εργάζεται για να ασχοληθεί με τα οικιακά και την ανατροφή των πέντε παιδιών που είχε αποκτήσει με το σύζυγό της. Για χατίρι του άντρα της, εξάλλου, είχε εγκαταλείψει και την Ολλανδία και ζούσε στο Λονδίνο, όπου αυτός εργαζόταν. Οι καταθέσεις της ήταν εκείνη την εποχή μόλις 25,60 ευρώ, όσο άξιζε μία μετοχή της Heineken που ο πατέρας της τής είχε δωρίσει. Τώρα, ως μοναχοπαίδι και μοναδική κληρονόμος καλείται να αποφασίσει εάν θα αναλάβει την τύχη της εταιρείας που κληρονομεί από τον πατέρα της. Μία απόφαση που μάλλον δεν είναι εύκολη για την ίδια. Γιατί, αν και ήξερε πως αυτή είναι η μοναδική διάδοχος, εντούτοις δεν είχε ποτέ πραγματικά προετοιμαστεί γι’ αυτό το ρόλο.
Ο Freddy Heineken ήταν ένας επιχειρηματίας με όραμα. Κατάφερε να μετατρέψει μία επιχείρηση μεσαίου μεγέθους που κληρονόμησε από τον πατέρα του στην τρίτη μεγαλύτερη ζυθοποιία παγκοσμίως. Μέχρι σήμερα, η εταιρεία μετρά περισσότερα από 150 χρόνια παρουσίας και μετά από τέσσερις γενιές έφθασε στα χέρια και της Charlene. Η διαφορά είναι, ότι σε αντίθεση με τους προγόνους της, η Charlene ποτέ δεν ασχολήθηκε με την εταιρεία. Ακόμη και οι σπουδές που είχε κάνει, δεν είχαν καμία σχέση με την επιχείρηση. Η απαγωγή του πατέρα της, το 1983, φαίνεται να έπαιξε καθοριστικό ρόλο σε αυτή της την απόφαση. Η ίδια ποτέ δεν είχε εμφανιστεί στα media, ακόμη και οι εργαζόμενοι στην επιχείρηση του πατέρα της δεν την είχαν δει ποτέ. Συγκλονισμένη από την υπόθεση της απαγωγής του, αποφάσισε να αποτραβηχτεί και να ζήσει μία απλή ζωή, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Σα να φοβόταν μήπως κι η ίδια ζήσει την ίδια τρομακτική εμπειρία. Εξάλλου, δεν είχε ανάγκη από χρήματα. Ο άντρας της ήταν αντιπρόεδρος στο επενδυτικό τμήμα της Citigroup, Citi Private Bank EMEA για τις περιοχές της Ευρώπης, της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής.
Η μία μετοχή που είχε στην τράπεζα έγιναν αυτομάτως με το θάνατο του πατέρα της 100 εκατ. μετοχές. Είχε πλέον όχι μόνο το 25% των μετοχών του συνόλου της εταιρείας, αλλά και τον έλεγχο των δικαιωμάτων ψήφου. Η ψήφος της, δηλαδή, υπερτερούσε των ψήφων των υπολοίπων επενδυτών του διοικητικού συμβουλίου.
Με αυτά τα δεδομένα, η Charlene κλήθηκε να απαντήσει ίσως στο πιο δύσκολο ερώτημα που είχε τεθεί ποτέ μέχρι τότε στη ζωή της: μπορούσε να αναλάβει τα ηνία ενός μεγαθηρίου; Ο κολοσσός που ο πατέρας της είχε δημιουργήσει εμφάνιζε έσοδα 9,3 δισ. δολαρίων ετησίως, μολονότι ο ίδιος είχε αποχωρήσει από τη θέση του διευθύνοντος συμβούλου το 1989. Για τη Charlene, το δίλημμα κράτησε μόνο μία εβδομάδα και αμέσως μετά η ζωή της ανατράπηκε εκ βάθρων. Η μονότονη ζωή που βίωνε στο Λονδίνο ως νοικοκυρά και μητέρα πέντε παιδιών διακόπηκε απότομα. Άρχισε να ταξιδεύει για να επιθεωρεί τις επιχειρήσεις ανά τον κόσμο, να εργάζεται ασταμάτητα και να μαθαίνει συνεχώς. Ήθελε κυρίως να αποδείξει πως είναι άξια να συνεχίσει το μεγάλο έργο που άφησε πίσω του ο πατέρας της. Πλέον, σε ηλικία 63 ετών φιγουράρει στην 86η θέση της λίστας Forbes για το 2018 με περιουσία που υπολογίζεται σε 15,8 δισ. δολάρια.
Σύντομα, η Charlene και ο σύζυγός της αναλαμβάνουν τη διοίκηση της εταιρείας. Ο Michael γίνεται γενικός διευθυντής και αντικαθιστούν αμέσως τον διευθύνοντα σύμβουλο. Νέος CEO αναλαμβάνει ο Jean-François van Boxmeer που με την επιθετική πολιτική που ακολούθησε μέσω εξαγορών, εκτίναξε τις πωλήσεις με τα έσοδα για το 2017 να φθάνουν στα 21,9 δισ. ευρώ και την εταιρεία να αναδεικνύεται πλέον ως η δεύτερη μεγαλύτερη ζυθοποιία παγκοσμίως μετά την Anheuser-Busch InBev του Βελγίου. Σήμερα, η Heineken έχει παρουσία σε περισσότερες από 70 χώρες και η μετοχή της φθάνει περίπου στα 80 ευρώ και όπως έχει ήδη προαναγγείλει ο διευθύνων σύμβουλος, η ανοδική πορεία θα συνεχιστεί.
Η ιστορία του ολλανδικού κολοσσού από το 1864
Η ιστορία της Heineken αρχίζει το 1864, όταν ο προπάππους της Charlene, Gerard Adriaan Heineken, εξαγόρασε μία μικρή ζυθοποιία στο Άμστερνταμ. Ο γιος του, Henry, που στην συνέχεια έγινε πρόεδρος της εταιρείας για 23 χρόνια, έχασε τον έλεγχό της το 1942, οπότε πούλησε μετοχές της Heineken για να αποπληρώσει χρέη και φόρους. Ο γιος του, Alfred, γνωστός ως Freddy, δανείστηκε χρήματα και αγόρασε μετοχές της εταιρείας προκειμένου να ανακτήσει τον έλεγχό της. Ίδρυσε την Heineken Holding NV, η οποία κατέχει το 50,005% της Heineken NV.
Ο υπερπροστατευτικός πατέρας και τα της Charlene
Ο πατέρας υπερπροστατευτικός, δεν άφησε την Charlene να αναμιχθεί με την επιχείρηση. Ούτε για σπουδές δεν ήθελε να την αποχωριστεί. Άρχισε να σπουδάζει Νομική που δεν της άρεσε και όταν έγινε 20 ετών έφυγε από την Ολλανδία για να σπουδάσει, όπως ήθελε, γαλλική φιλολογία στη Γενεύη και στη συνέχεια πήγε στη Νέα Υόρκη για σπουδές στη φωτογραφία. Γνώρισε τον άντρα της, Michel de Carvalho, στο Σεν Μόριτζ, και γοητεύτηκε από τον ενθουσιώδη νέο που αρχικά πειραματίστηκε με την υποκριτική και στη συνέχεια εγκατέλειψε τις σπουδές του στο Χάρβαρντ για να ενταχθεί στην εθνική ομάδα σκι της Βρετανίας. Ο πατέρας του ήταν διπλωμάτης της Βραζιλίας και η μητέρα του ήταν από τη Βρετανία.
Ο Michel με την Charlene παντρεύονται το φθινόπωρο του 1983 στο Λονδίνο, αφού πρώτα, όπως αποκαλύπτει στο Fortune ο Michel, είχε καταφέρει να πείσει τον πατέρα της πως δεν τη θέλει για την περιουσία της. Δύο ημέρες μετά την επιστροφή του ζευγαριού από το ταξίδι του μέλιτος, η απαγωγή του πατέρα της θα συγκλονίσει τη Charlene. Οι απαγωγείς ζητούσαν 20 εκατ. στερλίνες για λύτρα για να τον απελευθερώσουν. Η οικογένεια έδωσε τα χρήματα, όμως οι απαγωγείς δεν απελευθέρωσαν ούτε αυτόν ούτε το σοφέρ του. Τελικά, μετά από επιχείρηση της αστυνομίας, βρέθηκαν και οι δύο μετά από 21 ημέρες, πεινασμένοι κι εξουθενωμένοι: «Με έκαναν να πιω Carlsberg» θα αστειευτεί μετά το τέλος της περιπέτειάς του ο Freddy Heineken.
Μετά από αυτή την περιπέτεια, η Charlene θα εγκαταλείψει το Άμστερνταμ για να εγκατασταθεί στο Λονδίνο με τον σύζυγό της που άρχισε να εργάζεται για τη Credit Suisse. Η Charlene επέλεξε να μην εργαστεί και να μείνει στο σπίτι να μεγαλώσει τα πέντε της παιδιά. Θέλησε μάλιστα να αλλάξει και το επίθετό της και να κρατήσει μόνο αυτό του συζύγου της, το de Carvalho. «Ζούσαμε με το μισθό και τα μπόνους του» θα εξομολογηθεί αργότερα η ίδια στο Fortune. «Ζούσα τη ζωή μιας γυναίκας που έχει άνδρα τραπεζίτη».
«Απόφυγε δουλικά και συκοφάντες»
Σήμερα, ο γιος της Alexander έχει ήδη μπει στην επιχείρηση από το 2013, αφού, όπως η ίδια αποκαλύπτει, δεν θέλει ο γιος της να περάσει τα ίδια με εκείνη. Να μπει δηλαδή ξαφνικά στο χώρο των επιχειρήσεων. Θέλει η πορεία του να είναι σταδιακή.
Και η συμβουλή που δίνει στα παιδιά της μετά από την εμπειρία της στο χώρο: «Να έχεις ανθρώπους γύρω σου που να μην συμπεριφέρονται δουλικά και να αποφεύγεις τους συκοφάντες. Να έχεις δίπλα σου ανθρώπους που εκφράζουν τις αμφιβολίες τους». Κι αυτό γιατί, όπως λέει, όταν ανέλαβε την εταιρεία, διαπίστωσε πως ο πατέρας της είχε στο διοικητικό συμβούλιο στελέχη που ουσιαστικά δεν είχαν προσωπικότητα, εκτελούσαν μόνο εντολές κι όπως τονίζει, είχαν αποδυναμώσει την εταιρεία. Ο πατέρας της ήταν ένας άκρως αυταρχικός, απόλυτος άνθρωπος, συγκεντρωτικός, εγωκεντρικός, ήθελε να περνούν όλα από τα χέρια του και φυσικά δεν άφηνε περιθώρια για πρωτοβουλίες στα στελέχη του. Η επιλογή των στελεχών του γινόταν με ένα και μόνο κριτήριο: την υπακοή. Ήθελε να περιτριγυρίζεται από ανθρώπους που να τον θαυμάζουν και ποτέ μα ποτέ να μην τον αμφισβητούν. Ούτε αυτόν, ούτε τις επιλογές του. Ο ίδιος έβαζε τις ιδέες και οι άλλοι έπρεπε να εκτελούν. Όταν πέθανε, η εταιρεία είχε αρχίσει να διαγράφει πτωτική πορεία.
Και το στοίχημα για τη Charlene ήταν μεγάλο: Πολλοί είχαν προβλέψει πως θα πούλαγε την εταιρεία ή αν την κρατούσε, θα την οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια στη χρεοκοπία. Τελικά οι Κασσάνδρες διαψεύστηκαν και με τη σημαντική συμβολή του συζύγου της, αλλά και την επιτυχημένη πολιτική που ακολούθησε ο νέος διευθύνων σύμβουλος, η Heineken κατάφερε να αναπτυχθεί σε παγκόσμιο επίπεδο. Και η συμβουλή που η ίδια δίνει τώρα πια: «Αν έχεις κάποιο πάθος και τη δυνατότητα να το ακολουθήσεις, τότε κυνήγησέ το. Θα νιώθεις καλύτερα αν ζεις το πάθος σου, παρά με αυτό για το οποίο οι άλλοι σε προορίζουν».
Όσο για το εάν έχει μετανιώσει για κάτι στη ζωή της, αυτό που ήταν λάθος, όπως λέει, ήταν η άρνησή της να σπουδάσει κάτι σχετικό με τις επιχειρήσεις. «Θα μου έδινε το σεβασμό που έπρεπε να παλέψω για να τον κερδίσω».