«Αυτή η Βουλή θα προτείνει τις διατάξεις που θα αναθεωρηθούν και η επόμενη Βουλή θα τις ψηφίσει»
«Από πολύ νωρίς έχουμε ενδιαφερθεί για τη συνταγματική αναθεώρηση», δήλωσε ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της Νέας Δημοκρατίας, βουλευτής Ηλείας, Κωνσταντίνος Τζαβάρας, στον ραδιοφωνικό σταθμό του Αθηναϊκού-Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων «Πρακτορείο 104,9 FM».
«Οι συνθήκες για μία συνταγματική αναθεώρηση είναι υπερώριμες, αλλά δεν ξέρω εάν οι προτάσεις ανταποκρίνονται στις προκλήσεις, που οι καιροί προβάλλουν απέναντι στον τόπο, για να αποκτήσει έναν σύγχρονο καταστατικό χάρτη, δηλαδή ένα Σύνταγμα, το οποίο ουσιαστικά να καταγράφει και να κωδικοποιεί τις αδυναμίες και να υπερβαίνει ταυτόχρονα τις αδυναμίες που εμφανίζει το πολίτευμα και η δημοκρατία απέναντι στις δύσκολες συνθήκες κάτω από τις οποίες δοκιμάστηκε και η κοινωνία και η οικονομία κατά τη διάρκεια της κρίσης, που περάσαμε και περνάμε», επισήμανε ο κ. Τζαβάρας, υπενθυμίζοντας ότι «ήδη από το 2016 ο πρόεδρος της ΝΔ με ειδική επιτροπή, που είχε συγκροτήσει, έκανε προτάσεις πάνω στις αναθεωρητέες διατάξεις, αλλά ακόμη και πιο πριν, επί προεδρίας Σαμαρά, η ΝΔ είχε ασχοληθεί με τα θέματα της αναθεώρησης».
Σχολιάζοντας την ομιλία του πρωθυπουργού στην κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ για τη συνταγματική αναθεώρηση παρατήρησε ότι «ότι με βάση αυτά που ακούσαμε είναι μία πρόταση πρόχειρη, γιατί δεν φαίνεται να έχει αποτελέσει προϊόν συστηματικής και επίμονης διαβούλευσης, όσο και επιστημονικής επεξεργασίας, δεύτερον είναι φτωχή σε ιδέες, δεν προβάλλει κάποιον καινούριο θεσμό, δεν δίνει κάποια καινούρια θεσμική εγγύηση, που να εξασφαλίζει τη λειτουργία του κράτους δικαίου, τη λειτουργία του κοινωνικού κράτους δικαίου, να θωρακίζει το πολίτευα απέναντι στις δυσλειτουργίες που προκλήθηκαν στη διάρκεια της κρίσης και τρίτον είναι στενά κομματική η αντίληψη την οποία φαίνεται να δίνει όλη αυτή η συγκεκριμένη πρόταση [...] δυστυχώς ο πρωθυπουργός επέλεξε την πιο στενή, που ουσιαστικά αποδίδει το ξερό ιδεολογικό και χιλιοειπωμενό κοινοτοπικό στίγμα της παράταξης που λέγεται ΣΥΡΙΖΑ».
Σε ό,τι αφορά τις προτάσεις αναθεώρησης, στις οποίες μπορούν να επιτευχθούν ευρύτερες συναινέσεις, ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της ΝΔ υπογράμμισε ότι «όλα τα κόμματα της Βουλής πρέπει να συνεργαστούν για να αποκτήσει ο τόπος ένα σύγχρονο Σύνταγμα, είναι υπόθεση όλων των πολιτικών δυνάμεων».
Υπενθύμισε, δε, ότι «αυτή η Βουλή θα προτείνει τις διατάξεις που θα αναθεωρηθούν και η επόμενη Βουλή θα τις ψηφίσει και στις ψηφοφορίες που θα είναι αντίστοιχες με τις αναθεωρητικές λειτουργίες των δύο βουλών θα πρέπει να έχουμε στη μία τουλάχιστον εκ των δύο πλειοψηφία 180 εδρών, που σημαίνει ότι ο συνταγματικός νομοθέτης προϋποθέτει τη συναίνεση».
«Αυτή τη συναίνεση», παρατήρησε ο κ. Τζαβάρας, «η κυβέρνηση του κ. Τσίπρα ποτέ δεν την υπηρέτησε, διχαστικά αντιμετωπίζει όλα τα θέματα και κυρίως διαιρεί και τις πολιτικές δυνάμεις και την κοινωνία πάνω στα διλήμματα που αποτελούν γι' αυτήν τα μεγάλα στοιχήματα της κομματικής πολιτικής της».
Σε ό,τι αφορά την πρόταση αναθεώρησης του άρθρου 86 περί ευθύνης υπουργών, ο κ. Τζαβάρας διευκρίνισε: «Η αναθεώρηση του άρθρου 86 έχει καταστεί υπερώριμη εδώ και πολλά χρόνια. Ήδη από το 2006 ο κ. Μητσοτάκης ως βουλευτής τότε, στην αναθεώρηση εκείνης της περιόδου είχε προτείνει την τροποποίηση του άρθρου 86 [...] Και η δική μας παράταξη θα είναι θετική στο να γίνει αναθεώρηση. Αν θα συμπέσουν τα δύο κόμματα στο εύρος και το βάθος της αναθεώρησης αυτό είναι κάτι το οποίο θα προκύψει από τις συζητήσεις που θα γίνουν κατά τη διάρκεια των εργασιών της Βουλής στο πλαίσιο της αναθεώρησης».
Ερωτηθείς σχετικά με τη δικαστική αρμοδιότητα της Βουλής για τη δίωξη των υπουργικών εγκλημάτων, σημείωσε: «Θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι αυτή η διάταξη υπάρχει σε όλα τα συντάγματα της Ελλάδας, ακόμη και στα τρία επαναστατικά συντάγματα, όπως επίσης τέτοια διάταξη υπάρχει και σε όλα τα συντάγματα της Ευρώπης, εκτός από της Γερμανίας και του Ηνωμένου Βασιλείου [...] Είμαι υπέρ του να διατηρηθεί η δικαστική αρμοδιότητα της Βουλής για την άσκηση της ποινικής δίωξης, αλλά όμως να αυξηθεί το εύρος του χρόνου της αποσβεστικής προθεσμίας της παραγραφής και να γίνει ίση με την παραγραφή του αδικήματος».