Οι Έλληνες αντιδρούν στην κρίση ιδρύοντας μικρές επιχειρήσεις

Οι Έλληνες αντέδρασαν στην αβεβαιότητα που έφερε η κρίση ιδρύοντας μικρές επιχειρήσεις. Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει η ετήσια έκθεση του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) για την Επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα (2011 - 2012).

Όπως διαπιστώνει, η εξέλιξη αυτή σημειώθηκε παρά τη σημαντική επιδείνωση του οικονομικού περιβάλλοντος το 2011. Την ίδια στιγμή, πάντως, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ίδιων των νέων επιχειρηματιών, η οικονομική δυσπραγία έχει αυξήσει τις δυσκολίες ίδρυσης μιας νέας επιχείρησης.

Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ το ποσοστό του πληθυσμού ηλικίας 18-64 ετών, που βρισκόταν σε αρχικό στάδιο επιχειρηματικής δραστηριοποίησης το καλοκαίρι του 2011, ήταν 8%, επίδοση με την οποία η Ελλάδα κατατάσσεται στην 4η υψηλότερη θέση ανάμεσα στις πλούσιες χώρες του πλανήτη. Το ποσοστό αυτό είναι σημαντικά αυξημένο σε σύγκριση με το 5,3% που είχε καταγραφεί το 2010.

Η Ελλάδα καταγράφει το υψηλότερο ποσοστό καθιερωμένης επιχειρηματικότητας (οι επιχειρηματίες η επιχείρηση των οποίων έχει ξεπεράσει την ηλικία των 3,5 ετών) παγκοσμίως με 15,8%. Παρά λοιπόν την ύφεση που μαστίζει την ελληνική οικονομία, το ποσοστό του πληθυσμού που διατηρεί τη θέση του ως καθιερωμένων επιχειρηματιών δεν έχει μεταβληθεί σημαντικά καθ' όλη την πενταετία της κρίσης. Η πραγματικότητα αυτή αντανακλάται και στον δείκτη συνολικής επιχειρηματικότητας, που βρίσκεται στο 23,4%, ένα από τα υψηλότερα ποσοστά παγκοσμίως και το υψηλότερο ανάμεσα στις πλούσιες χώρες του πλανήτη. Σε απόλυτους αριθμούς, η συνολική επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα είναι μια δραστηριότητα που αφορά περισσότερα από 1,5 εκατ. άτομα.

Στη χώρα μας καταγράφεται επίσης ένα από τα υψηλότερα ποσοστά (3%) εγκατάλειψης της επιχειρηματικής δράσης. Ο σημαντικότερος λόγος για τη διακοπή επιχειρηματικής δραστηριότητας στην Ελλάδα είναι η έλλειψη κερδοφορίας, καθώς σχεδόν επτά στους δέκα Έλληνες δηλώνουν ότι αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο εγκατέλειψαν τον επιχειρηματικό στίβο. Είναι δε ενδιαφέρον ότι, παρ' όλο που η χώρα μαστίζεται από πρωτόγνωρη έλλειψη ρευστότητας, λιγότεροι από ένας στους δέκα θεωρεί ότι αυτός είναι ο λόγος που οδηγήθηκε στη διακοπή της δραστηριότητάς του.

Ενδείξεις ποιοτικής βελτίωσης

Όπως αναφέρει το ΙΟΒΕ, η επιχειρηματικότητα ανάγκης, που αναφέρεται στην περίπτωση όπου το άτομο ωθείται στην ανάληψη επιχειρηματικής δράσης λόγω έλλειψης άλλων επιλογών εργασίας, ενισχύεται σε βάρος της επιχειρηματικότητας ευκαιρίας καθ' όλη τη διάρκεια της κρίσης.

Ωστόσο, στην έκθεση του ΙΟΒΕ καταγράφονται σοβαρές ενδείξεις ότι η κρίση έχει θέση σε κίνηση διαδικασίες αναδιάρθρωσης. Σε όλη την περίοδο της ελληνικής συμμετοχής στο GEM, το μεγαλύτερο ποσοστό των νέων εγχειρημάτων απευθυνόταν στον τελικό καταναλωτή. Όμως, στην τριετία της κρίσης το ποσοστό αυτό είναι σαφώς μειωμένο. Από το 70% το 2005, τα τρία τελευταία χρόνια κινείται σταθερά κάτω από το 50%.

Αλλά μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το ποσοστό των νέων εγχειρημάτων που κατευθύνεται προς υπηρεσίες προς επιχειρήσεις. Σε αυτόν τον δείκτη, εμφανίζεται μια σαφώς ανοδική πορεία.

Επίσης, το 2011 ένα στα τρία νέα εγχειρήματα κατέγραφε κάποια καινοτομικότητα ή και χαμηλή ένταση ανταγωνισμού. Με αυτήν την επίδοση η χώρα μας καταλάμβανε την 8η θέση ανάμεσα στις χώρες καινοτομίας. Αν το εύρημα αυτό συνδυαστεί με τη μεταβολή της κλαδικής κατανομής των νέων εγχειρημάτων, δικαιολογείται η υπόθεση ότι πρόκειται για μία ακόμα ένδειξη αναδιάρθρωσης. Πράγματι, καθώς η ύφεση συρρικνώνει τις παραδοσιακές δραστηριότητες, είναι εύλογο να αναμένει κανείς ότι τα νέα εγχειρήματα θα στρέφονται σε κατευθύνσεις που δεν είναι υπερφορτωμένες, είτε προσφέροντας καινοτόμα προϊόντα-υπηρεσίες, είτε μπαίνοντας σε νέες νησίδες αγοράς, υποστηρίζει το ΙΟΒΕ.

Χαμηλές παραμένουν οι προοπτικές δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας. Η Ελλάδα καταγράφει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά επιχειρήσεων "υψηλής ανάπτυξης", ανάμεσα στις χώρες της καινοτομίας, όσον αφορά τις προοπτικές δημιουργίας απασχόλησης. Μόλις 2,8% των επιχειρηματιών αρχικών σταδίων προσδοκούσε το 2011 ότι το εγχείρημά του θα δημιουργήσει περισσότερες από 20 νέες θέσεις εργασίας μετά από μία πενταετία, ενώ τρεις στους τέσσερις δήλωσαν ότι προσδοκούν να απασχολήσουν το πολύ έως πέντε νέους εργαζόμενους. Τα δεδομένα αυτά δεν έχουν αλλάξει ουσιαστικά από την αρχή της ελληνικής συμμετοχής στο ερευνητικό πρόγραμμα του GEM. Με άλλα λόγια, η κυριαρχία της μικρής επιχείρησης στην ελληνική οικονομία όχι μόνο διατηρείται, αλλά φαίνεται και να αναπαράγεται.