Αισιόδοξος ότι φέτος η Ελλάδα θα βρει τον δρόμο της εξόδου από την κρίση, εμφανίζεται ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων Αθανάσιος Τσαυτάρης, σε συνέντευξη, που παραχώρησε, στην γερμανική εφημερίδα Der Tagesspiegel am Sonntag, με την ευκαιρία της επίσκεψής του στο Βερολίνο για την διεθνή έκθεση τροφίμων και αγροτικών προϊόντων Πράσινη Εβδομάδα και την Σύνοδο των υπουργών Γεωργίας. “Προσπαθούμε από τη μια πλευρά να βελτιώσουμε την ποιότητα των αγροτικών προϊόντων μας και από την άλλη να απελευθερώσουμε τους αγρότες από την υπάρχουσα γραφειοκρατία”, τονίζει ο κ. Τσαυτάρης και σημειώνει ότι η κυβέρνηση εξετάζει, ως πιθανή λύση, την πρακτική του single window, ενός, δηλαδή, κεντρικού φορέα που θα χειρίζεται όλα τα ζητήματα, απαλλάσσοντας τον παραγωγό από την υποχρέωση να περάσει από πολλές υπηρεσίες. Στην αντιμετώπιση της γραφειοκρατίας αποδίδει ο υπουργός, εν μέρει, και την αύξηση των εξαγωγών αγροτικών προϊόντων που σημειώθηκε ήδη.
Εκτιμά, ωστόσο, ότι ακόμη σημαντικότερο στοιχείο είναι η ποιότητα και η σωστή προώθηση και, όπως αναφέρει το δημοσίευμα, εξηγεί προγράμματα επιμόρφωσης των γεωργών στη χρήση οικολογικών τρόπων παραγωγής ώστε να μπορέσουν να προωθήσουν τα προϊόντα τους σε υψηλότερες κατηγορίες και να επιτύχουν υψηλότερες τιμές. Ο κ. Τσαυτάρης αποδίδει ιδιαίτερη σημασία και στην σύνδεση της γεωργικής παραγωγής με τον τουρισμό. Ζητά λοιπόν, όπως επισημαίνει ο Tagesspiegel, σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο, από τα ξενοδοχεία στην Ελλάδα να χρησιμοποιούν τοπικά προϊόντα και να τα πωλούν στα πωλητήριά τους.
Η εφημερίδα αναδεικνύει ακόμη το πρόγραμμα, με βάση το οποίο, το κράτος παρείχε την δυνατότητα σε περίπου 10.000 άνεργους νέους να λάβουν φθηνά δάνεια προκειμένου να ξεκινήσουν επιχειρήσεις στον τομέα της αγροτικής παραγωγής, αλλά και την προσπάθεια προσέλκυσης νέων πτυχιούχων του κλάδου, προκειμένου με τις γνώσεις τους να δοθεί ώθηση στην αγροτική οικονομία. Στο δημοσίευμα επισημαίνεται ακόμη ότι μεγάλο μέρος του ελληνικού ελαιολάδου μέχρι τώρα διοχετεύεται στην Ιταλία και από εκεί, αναμεμειγμένο με ιταλικό λάδι, εξάγεται στην Γερμανία και τονίζεται ότι αυτό δεν οφείλεται στην κατώτερη ποιότητά του, αλλά στην έλλειψη εργοστασίων εμφιάλωσης ή στις απαρχαιωμένες εγκαταστάσεις τους.