Με την συνταγματική «σφραγίδα» του Συμβουλίου της Επικρατείας επεκτείνεται το σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης και στα ομόφυλα ζευγάρια
Το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο με σειρά αποφάσεων του (2003- 2004/2018) απέρριψε ως αβάσιμες και απαράδεκτες τις προσφυγές Μητροπολιτών, ιερέων, κ.λπ. οι οποίοι ζητούσαν να ακυρωθεί το νομοθετικό πλαίσιο του 2015 που έδωσε την δυνατότητα και στα ομόφυλα ζευγάρια να υπογράφουν σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης.
Σύμφωνα με την αυξημένη, 7μελή, σύνθεση του Γ΄ Τμήματος του ΣτΕ η επέκταση του συμφώνου ελεύθερης συμβίωσης στα ομόφυλα ζευγάρια είναι συνταγματική, σύμφωνη με την νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Οι σύμβουλοι Επικρατείας υπογραμμίζουν στις αποφάσεις τους ότι το σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης μεταξύ των ομόφυλων ζευγαριών δεν ανταγωνίζεται το θεσμό του γάμου και δεν θίγει με οποιονδήποτε τρόπο την οικογένεια. Επιπλέον, επισημαίνουν πως κατά την κρίση τους δεν υπάρχει αντίθεση του συμφώνου προς τους δογματικούς κανόνες και παραδόσεις της Ορθόδοξης Χριστιανικής Θρησκείας, ούτε θίγονται με τρόπο οι ατομικές ελευθερίες και τα δικαιώματα των Ορθοδόξων Χριστιανών πολιτών εγγάμων γονέων και μη και τέλος δεν στοιχειοθετείται βλάβη στις Μητροπόλεις, κ.λπ.
Όπως αναφέρεται στις επίμαχες αποφάσεις από τις συνταγματικές επιταγές συνάγεται «η κατοχύρωση του απαραβίαστου της ιδιωτικής ζωής των πολιτών, στον πυρήνα της οποίας ανήκει η ερωτική ζωή και ο σεξουαλικός προσανατολισμός, ο οποίος ως βασικό στοιχείο της προσωπικότητας και της ελευθερίας αυτοπροσδιορισμού του ατόμου, πρέπει σε μια σύγχρονη δημοκρατική κοινωνία να είναι απολύτως σεβαστός και να μην αποτελεί αιτία διακρίσεων από την πλευρά της κρατικής εξουσίας».
Απαντώντας δε στις σχετικές αιτιάσεις οι δικαστές αναφέρουν πως από το Σύνταγμα «ο γάμος και η οικογένεια έχουν αναχθεί σε συνταγματικώς προστατευόμενους θεσμούς, αλλά η προστασία αυτή δεν έχει συγκεκριμένο πάντοτε περιεχόμενο, αλλά οι ειδικότερες μορφές και η έκτασή της καθορίζονται από το νομοθέτη» και προσθέτουν «Ο νομοθέτης δεν κωλύεται από τις συνταγματικές επιταγές να τροποποιεί τις ρυθμίσεις περί των τρόπων σύστασης της οικογένειας ή να αναγνωρίζει στα πλαίσια των συνταγματικώς κατοχυρωμένων αρχών της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας, της ισότητας και της προστασίας της ιδιωτικής ζωής, άλλες εναλλακτικές προς το γάμο μορφές συμβίωσης και δια αυτών ίδρυση οικογενειακών δεσμών, δεδομένου ότι η συνταγματική προστασία της οικογένειας δεν αφορά αποκλειστικά στην δια γάμου ιδρυόμενη και από τη φύση του υφίσταται κατ΄ ανάγκη τις επιδράσεις από τις κοινωνικές διαφοροποιήσεις κατά την διαδρομή του χρόνου υποκείμενες σε εξέλιξη και αναπροσδιορισμούς».
«Η θέσπιση της εναλλακτικής μορφής συμβίωσης δεν θίγει τον συνταγματικώς προστατευόμενο θεσμό του γάμου από τον οποίο διαφοροποιείται σημαντικά, δεδομένου ότι στοχεύει στην κάλυψη διαφορετικών κοινωνικών αναγκών και συγκεκριμένα στην αναγνώριση και προστασία de facto συντροφικών σχέσεων, που ενώ αποτελούν μέρος της σύγχρονης πραγματικότητας παραμένουν εκτός των πλαισίων της έννομης τάξης», αναφέρει χαρακτηριστικά το ΣτΕ.