«Είχα δυο οχιές μέσα στο σπίτι μου και έσκαψαν το λάκκο του παιδιού μου. Φάγανε το παιδάκι μου, δολοφόνοι, αλήτες»
Με την παρότρυνση της προέδρου του Μικτού Ορκωτού Εφετείου να πουν την αλήθεια ξεκίνησε η δίκη των κατηγορουμένων για τη δολοφονία του Μάριου Παπαγεωργίου, τον Αύγουστο 2012.
Γράφει η Μαρία Ζαχαροπούλου
«Ακολουθήσατε μια γραμμή στο πρωτόδικο δικαστήριο και ήταν καταδικαστική. Έχετε άλλη μια ευκαιρία να μιλήσετε, ίσως είναι η τελευταία. Η αλήθεια είναι πάντα λυτρωτική για όλους» είπε η πρόεδρος απευθυνόμενη στους τρεις από τους κατηγορούμενους που κάθισαν σήμερα στο εδώλιο.
Λίγα λεπτά αργότερα η μητέρα του άτυχου Μάριου, Βαρβάρα Θεοδωράκη ανέβηκε στο βήμα του μάρτυρα και ξεκίνησε να εξιστορεί την συγκλονιστική ιστορία της απαγωγής του γιου της η σορός του οποίου μέχρι σήμερα δεν έχει εντοπιστεί.
Η μάρτυρας έστρεψε τις βολές της στον φερόμενο ως βασικό πρωταγωνιστή, τον 73χρονο οικογενειακό φίλο τους ο οποίος, όπως είπε, αποτελούσε πατρική φιγούρα για το γιο της και τη σύζυγό του.
«Το παιδί μου το δολοφόνησε με τα ίδια του τα χέρια...Είχα δυο οχιές μέσα στο σπίτι μου και έσκαψαν το λάκκο του παιδιού μου. Φάγανε το παιδάκι μου, δολοφόνοι, αλήτες ...» είπε η γυναίκα κλαίγοντας. Στο πλευρό της συγγενείς και φίλοι οι οποίοι κρατώντας φωτογραφίες του Μάριου γέμισαν ασφυκτικά τη δικαστική αίθουσα.
Η μάρτυρας αναφέρθηκε στην 9η Αυγούστου 2012 όταν ο Μάριος εξαφανίστηκε και εκείνη δέχτηκε το πρώτο τηλεφώνημα από τους απαγωγείς οι οποίοι, είπε, της ζήτησαν λύτρα 620.000 ευρώ.
Ο πρώτος άνθρωπος που επικοινώνησε μαζί του ήταν, όπως κατέθεσε, ο 73χρονος κατηγορούμενος στον οποίο είχε τυφλή εμπιστοσύνη αφού όπως της είχε πει «ήταν πράκτορας της CIA και είχε υψηλές γνωριμίες. Έδειχνε άνθρωπος με κύρος δεν φαινόταν φίδι... Μετά έμαθα ότι δεν είχε κάνει ποτέ φορολογική δήλωση και ζούσε από τις λαμογιές».
Σε μια κατάθεση ποταμό, που σε πολλές περιπτώσεις διέκοπταν τα δάκρυα της γυναίκας, περιέγραψε τις απεγνωσμένες προσπάθειες της να βρει το γιο της και τον τρόπο που ο οικογενειακός τους φίλος την απέτρεψε να επικοινωνήσει με την αστυνομία. «Στον μόνο που είχα εμπιστοσύνη ήταν ο δολοφόνος...Θεωρούσα ότι έχω ειδοποιήσει την αστυνομία ειδοποιώντας το δολοφόνο» είπε. Η μητέρα του Μάριου περιέγραψε τις αγωνιώδεις προσπάθειες της να συγκεντρώσει το ποσό που της ζητούσαν οι απαγωγείς και το φόβος της ότι θα σκοτώσουν το παιδί της.
Κλαίγοντας η γυναίκα εξέφρασε την βεβαιότητα ότι ο γιος της δολοφονήθηκε από την πρώτη ημέρα και επικαλέστηκε τα ίχνη που εντόπισε η έρευνα μέσα στο αυτοκίνητο του το οποίο οι απαγωγείς της επέστρεψαν την επομένη της εξαφάνισης. «Πιστεύω ότι έβαλαν το παιδί νεκρό στο πορτ παγκάζ ...Ζητούσα να του μιλήσω και μου έλεγαν "είναι μακριά". Με πίεζαν να μαζέψω τα χρήματα. Ήξεραν την περιουσιακή μου κατάσταση...». Η μάρτυρας περιέγραψε αναλυτικά τις επαφές που είχε με τον 73χρονο και τη σύζυγο του και τον τρόπο με τον οποίο έπαιζαν με τους φόβους, τις αγωνίες αλλά και το μυαλό της.
«Να μου πείτε, σας παρακαλώ, που βρίσκονται τα κόκαλα του παιδιού μου, να πηγαίνω να του μιλάω» είπε απευθυνόμενη στους δικαστές κλαίγοντας σπαρακτικά. Και όταν κλήθηκε να απαντήσει στις ερωτήσεις της εισαγγελέως και ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με τον 73χρονο κατηγορούμενο που καθόταν σε διπλανό εδώλιο έστρεψε το πρόσωπο της στην άλλη πλευρά. «Δεν θέλω να βλέπω τον αλήτη, το φονιά ... Εγώ φταίω για όλα. Του είχα πει τα πάντα για την περιουσία μας».
Η μάρτυρας κατέθεσε πως οι απαγωγείς είχαν σχεδιάσει και την δική της αρπαγή μέσα από το σπίτι της την οποία απέτρεψαν οι αστυνομικοί ενώ αίσθηση προκάλεσε η αναφορά της ότι υπήρχαν όπλα στο σπίτι του 73χρονου. «Τα είχα δει με τα μάτια μου. Ωστόσο δεν καταγράφηκαν από την αστυνομία» υποστήριξε.
Πρωτόδικα, ο 73χρονος καταδικάστηκε σε ισόβια ενώ η σύζυγος του σε κάθειρξη 18ετών. Στους υπόλοιπους κατηγορούμενους το δικαστήριο επέβαλε ποινές κάθειρξης έως έξι ετών.
Η δίκη διεκόπη για τις 15 Οκτωβρίου.