Της Βίκης Βαμιεδάκη
Δεν ξέρω για ‘σας, αλλά εγώ έτσι και αποδράσω σε παραδοσιακό πέτρινο ξενώνα στο βουνό, μες τις γιορτές και δεν φάω τα φουά γκρα μου, τα μοσχαράκια cobe μου, τα ζυμαρικά μου γεμιστά με τσίλι, τα μενταγιόν τόνου και για επιδόρπιο, τουλάχιστον υγρό κέικ οκολάτας με σαντιγί και passion fruit, δεν πάω καθόλου.
Έτσι έχουμε μάθει εμείς σπίτι μας και βεβαίως έτσι έμαθαν και στα δικά τους πολλοί αγαπητοί ξενοδόχοι της ορεινής επαρχίας, που το copy paste στο φαγητό και τη διακόσμηση των ξενώνων τους έχει ξεπεράσει και το χειρότερο δημοσιογράφο – αντιγραφέα. Τα ίδια ακριβώς έτρωγαν και οι ιδιοκτήτες άπειρων εστιατορίων, ταβερνείων και μεζεδοπωλείων της ελληνικής επικράτειας.
Πολυτραγουδισμένο το θέμα μου, αλλά δεν μπορώ να μην το ξαναφέρω στη πρώτη γραμμή τώρα, που κάποιοι θα τα καταφέρουν να πάνε 2-3 μέρες διακοπές και καθόλου δεν θέλουν να φανταστούν τι τους περιμένει. Εγώ πάντως μια πρώτη γεύση θα σας δώσω, για να μην λέτε ότι δεν σας αποκαλύπτω τις απολαύσεις του τουρισμού το χειμώνα, σε πολλά σημεία της ελληνικής υπαίθρου.
Όσο σκέφτομαι τα λαχταριστά - ελβετικά φυσικά – συσκευασμένα βουτυράκια, την τεράστια ποικιλία από βουλγάρικες μαρμελάδες και τα επίσης συσκευασμένα σε σακουλάκια, κρουασάν, που τα βάζεις ένα λεπτό στα μικροκύματα, τρελαίνομαι. Μιλάμε για το τέλειο πρωινό στην ελληνική φύση. Αφήστε τα κέικ, μόλις βγαλμένα από την πλαστική ζελατίνα, που τα κόβουν κιόλας στο δίσκο για να κάνουν σχέδιο και στα 10 λεπτά ξεραίνονται και γίνονται σαν παξιμαδάκια. Μούρλια! Φυσικά οι χυμοί μπαίνουν κατευθείαν από το χάρτινο κουτί στις κανάτες και μοσχομυρίζουν υγιεινό συντηρητικό! Ψωμάκια να δείτε. Του φούρνου καλέ, κατευθείαν από την κατάψυξη, αλλά και φρυγανιές από αυτές με ημερομηνία λήξεως το 2023.
Το μεσημέρι, δεν ξέρω πολλές φορές τι να πρωτοδιαλέξω με τόσες επιλογές. Να πάω για καμένο κρέας στα μαύρα κάρβουνα; Μπανάλ. Μήπως να πάω στο εστιατόριο για κοτόπουλο – εισαγωγής πάντα – με διπλή δόση κρέμας γάλακτος και μια κονσέρβα μανιτάρια από πάνω; Να πάρω σαλάτα άισμπεργκ με μπέικον, κρουτόν και παρμεζάνα; Να παραγγείλω σαγανάκι τυρί στο μάικρογουειβ, κολλημένο στο πυρέξ, που βγαίνει ολόκληρο στο πιάτο; Για πρώτα πιάτα, διαλέγω συνήθως κάτι ταρτάρ, κάτι μπρουσκέτες με μοτσαρέλα, σπρίνγκ ρολς και στο τσακίρ κέφι κανά καρπάτσιο σολωμού, κομμένο σε χοντρές φέτες από τα χεράκια του σεφ. Με τιραμισού και πανακότα το ονειρεμένο γεύμα ολοκληρώνεται θεσπέσια!
Ναι, τα έχουμε ξεχάσει και αυτά που ξέραμε απ’ τα χωριά μας. Μας έκαναν να πιστέψουμε για χρόνια - χωρίς να αντισταθούμε - ότι το γαστρονομικό σκηνικό που μόλις σας περιέγραψα, είναι αυτό που ξέρουμε, εμπιστευόμαστε, μας αρέσει και απολαμβάνουμε. Είναι αυτό που κάθε ξενώνας και ταβέρνα στο χωριό, πρέπει να σερβίρει τον κοσμοπολίτη της πόλης. Ξεχάσαμε τις πίτες, τα χόρτα και τα λαχανικά απ’ το χωράφι, τα πανόστιμα φρούτα, τα ντόπια κρέατα, τους φούρνους με τα φρέσκα ψωμιά, τα κουλουράκια και τον κόκορα τον αλανιάρη με τις χυλοπίτες από αληθινό ζυμάρι.
Δεν ξέρουμε τη γεύση του ντόπιου γιαουρτιού με τα γλυκά κουταλιού με τη μαμαδίστικη συνταγή. Αγνοούμε τα σπουδαία τοπικά τυριά, τα λουκάνικα, τα καπνιστά χοιρομέρια. Ακούμε το όνομα μιας ομελέτας όπως η φρουτάλια (ζήτω η Άνδρος και η συνταγή της) και ξινίζουμε τα μούτρα γιατί ο ξενώνας δεν έχει αυγά μπένεντικτ. Ανοίγουμε το minibar και αν δεν έχει μέσα σοκολάτα Ελβετίας, ξυροκάρπια από το Μαρόκο και αναψυκτικά από το USA, βρίζουμε τον ξενοδόχο ως πανάσχετο. Υπερηφανευόμαστε στις παρέες μας ότι πήγαμε στις Άνω Κουκουβάουνες, υψόμετρο 900, γεμάτη αμπέλια στις πλαγιές και ήπιαμε κρασιά Βουργουνδίας του 1936, που ήταν μια χρονιά καλή, γιατί έβρεχε κάθετα.
Δεν θα μπω στον κόπο να γράψω για άλλη μια φορά για τη σημασία των τοπικών προϊόντων στον τουρισμό. Είναι ένα τεράστιο κομμάτι του πολιτισμού μας και των μοναδικών συγκριτικών πλεονεκτημάτων του κάθε τόπου. Τώρα, αν ξενοδόχοι και πελάτες συνεχίζουν ακόμα και σήμερα να σερβίρουν οι μεν και να τρώνε οι δε, προϊόντα εισαγωγής και πιάτα με άθλια εκτελεσμένες συνταγές, πρόβλημα τους.
Από μένα καλή όρεξη και καλή τύχη…