Αφού έμαθε τον Steve Jobs να σκέφτεται διαφορετικά, μάλλον γίνεται...
Το μότο της ζωής του συνοψίζεται στο «Δεν υπάρχει δεν γίνεται, υπάρχει ΓΙΝΕΤΑΙ». Και είναι ο άνθρωπος που θέλει να δώσει νέο… επώνυμο στην Ελλάδα. Ο «Έλληνας του Steve Jobs» όπως τον λέει συχνά ο Τύπος τόσο στη χώρα μας όσο και στο εξωτερικό, ο Πίτερ Οικονομίδης, ήταν μάλλον άγνωστους στους περισσότερους από εμάς. Μέχρι που έκανε στη Θεσσαλονίκη την ομιλία του με τίτλο «Rebranding Greece». Ήταν 11/11 του 2011.
Με την μέθοδο του view + share, η εικόνα του Πίτερ Οικονομίδης να εξηγεί πώς η χώρα μας μπορεί να αλλάξει ουσιαστικά την εικόνα της αλλά και τη θέση της στον παγκόσμιο χάρτη, μεταδίδεται στην Ελλάδα και όλο τον κόσμο.
Τον κόσμο στον οποίο ο ίδιος έχει περιοδεύσει στη διάρκεια της ζωής του.
Ο Πέτρος – Αχιλλέας Οικονομίδης, όπως είναι το πλήρες όνομά του, γεννήθηκε στη Νότια Αφρική. Η ελληνική φλέβα που χτυπά ζωτικά μέσα του είναι από την γιαγιά του. Μια γυναίκα που εν έτει 1922, χωρίς την πληροφόρηση που προσφέρει το διαδίκτυο σήμερα, αποφάσισε να μεταναστεύσει από την Ίμβρο στη Νότια Αφρική.
Ο παππούς του έφτιαξε ένα μαγαζί με είδη delicatessen και του έδωσε το όνομα, Australian Cash Store. Ο κ. Οικονομίδης, όπως είχε πει σε συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στο news.gr, ποτέ δεν έμαθα γιατί το ονόμασε έτσι και γιατί δεν χρησιμοποίησε την Ελλάδα στην ονομασία του καταστήματος.
Οι γονείς του γεννήθηκαν στη Νότια Αφρική και μεγάλωσαν εκεί, όπως και ο ίδιος. Αν και δεν μιλούσαν ελληνικά στην οικογένεια, μόνον από τη γιαγιά του τα άκουγε, έμαθε τι σημαίνει να είσαι Έλληνας στα κυριακάτικα τραπέζια στο σπίτι των παππούδων του, που έτρωγαν οικογενειακά κάθε εβδομάδα.
Στα πρώτα χρόνια της καριέρας του ο Πέτρος (Πίτερ) Οικονομίδης μάθαινε τους Νοτιοαφρικανούς στα γκέτο των μαύρων, να ξυρίζονται. Στοίχημά του ήταν τότε να προωθήσει τις ξυριστικές μηχανές της Gillette, ως μέλος της επικοινωνιακής ομάδας της εταιρείας.
Σε νεαρή ηλικία φεύγει από τη Νότιο Αφρική και πάει στο Χονγκ Κονγκ για επαγγελματικούς λόγους. Έζησε εκεί για δύο χρόνια μέχρι που κάποιος Αμερικανός τον ρώτησε αν «γνωρίζει ελληνικά».
Αν και δεν ήξερε καθόλου ελληνικά απάντησε «ναι φυσικά». Και έτσι ήρθε στην Ελλάδα, που μέχρι τότε δεν είχε δει ποτέ στη ζωή του, ως διευθυντής της Mc Cann Erickson, μίας από τις μεγαλύτερες διαφημιστικές εταιρείες στον κόσμο.
Έμεινε στην πατρίδα που ποτέ δεν είχε γνωρίσει μέχρι τότε, για έξι χρόνια. Την αγάπησε και ήξερε ότι εδώ θα ξαναγυρνούσε.
Στις διαδρομές ζωής που κατέγραψε στο χάρτη πήγε στο Μεξικό, τη Νέα Υόρκη και αλλού.
Έχει δουλέψει σε κάποιες από τις μεγαλύτερες και πιο γνωστές παγκόσμιες «μπράντες», όπως Coca Cola, Audi, TBWA, McCann Erickson Volkswagen, Heineken, Pepsi-Cola, International Olympic Committee, Seychelles Tourism, Antenna, Sigma, Τράπεζα Κύπρου…
Έκανε και θητεία στο πλευρό του θεμελιωτή της Apple, Steve Jobs, στην ομάδα που έστησε την καμπάνια «Think Different» (Σκέψου Διαφορετικά).
Γύρισε στην Ελλάδα για να μείνει το 1999. Όπως θυμάται ο ίδιος για την επιστροφή του «…ήρθα σε μια Ελλάδα που εξέπεμπε τεράστια ενέργεια, καθώς προετοιμαζόταν για τους Ολυμπιακούς του 2004. Και για να είμαι ειλικρινής, το να ζει κάποιος σε τέτοιο περιβάλλον σε μία πόλη όπως αυτή, που έχει και θάλασσα, αλλά και αυτό το πνεύμα, το ελληνικό, μία ελαφρότητα που δεν περιγράφεται εύκολα, είναι μοναδικό. Αν σκεφτόμουν σε ποια πόλη θα ήθελα να δουλέψω, το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι πολύ δύσκολα θα έλεγα ότι φεύγω από την Αθήνα. Δεν υπάρχει καμία περίπτωση».
Στους κολοσσούς που δούλεψε, στους ανθρώπους με τους οποίους συνεργάστηκε, στον ίδιο το Steve Jobs αλλά και σε όποιον θέλει να ακούσει, η συμβουλή του είναι πάντα μία: Αυτοπεποίθηση.
«Όταν γνώρισα τον Steve Jobs και δουλέψαμε μαζί, είχα μία κουβέντα μαζί του για τέσσερις ώρες. Από αυτή την κουβέντα θυμάμαι δύο πράγματα που μου έλεγε. Το πρώτο ήταν να αφήσουμε ένα σημάδι στο Σύμπαν. Το δεύτερο ήταν πως όταν κάνουμε κάτι αρκετά καλά, αυτό δεν είναι αρκετό» λέει ο ίδιος.
Ήταν η εποχή που η Apple ήταν έτοιμη να κλείσει. Δεκαπέντε χρόνια μετά είναι η πιο μεγάλη - σε αξία - εταιρεία του κόσμου. Από τη φτώχεια έφτασε σε αυτό που είναι σήμερα. Κάτι που πέτυχε δημιουργώντας κουλτούρα, εξηγεί ο κ. Οικονομίδης.
Και κάνει τον παραλληλισμό: «Λίγο πολύ αυτή είναι η ιστορία της Ελλάδας. Αρκεί να πιστεύουμε. Δεν είναι θέμα εικόνας, αλλά θέμα του πώς αντιμετωπίζουμε τους εαυτούς μας».
«Πρέπει να πουλάς τον εαυτό σου σ’ εσένα. Όχι τον εαυτό σου στους άλλους. Αν καταφέρεις να έχεις αυτοεκτίμηση, ό,τι και αν κάνεις από εκεί και στο εξής, πουλάει τον εαυτό σου. Δεν αρκεί μία ωραία εικόνα για ‘σένα. Αυτό που εκτιμούν οι άλλοι, είναι αυτό που μπορείς να καταφέρεις».
Πιστεύει και λέει ότι «η Ελλάδα μπορεί να γίνει η Apple της Μεσογείου… Είμαστε η αγαπημένη χώρα του κόσμου». Και πως η Ελλάδα μπορεί να πετύχει όχι με το να γίνει κάποια άλλη, αλλά ο… καλύτερός της εαυτός. «Δεν θα γίνουμε ποτέ καλοί Γερμανοί, αλλά πρέπει να γίνουμε εξαιρετικοί Έλληνες», με αυτήν τη φράση, ο διεθνούς φήμης marketeer και brand strategist περιέγραψε το πού πρέπει να ποντάρει η Ελλάδα, προκειμένου να βελτιώσει τo brand της, φτάνοντας ψηλά.
«Σήμερα λέμε για την Ελλάδα ότι είναι all time classic. Εγώ όμως, εμείς, δεν είμαστε all time classic, δεν είμαστε μουσειακά είδη. Για να επενδύσει κάποιος εδώ, πρέπει να δημιουργήσουμε ένα μέλλον που εμπνέει, να κάνουμε πράξη το think big. Τι έχουμε σήμερα στην Ελλάδα; Έχουμε εξαιρετικούς επιχειρηματίες, αλλά όχι οικοσύστημα που να τους στηρίζει. Έχουμε την ελληνική διασπορά. Αυτό σημαίνει ότι δεν είμαστε δέκα εκατομμύρια, είμαστε 20, είναι άλλοι δέκα εκεί έξω που μοιράζονται τις ίδιες αξίες με εμάς» λέει.
«Το Δουβλίνο είναι μία πολύ ωραία πόλη, αλλά δεν έχει καλό καιρό. Η Θεσσαλονίκη είναι, επίσης, μία ωραία πόλη κι έχει και ωραίο καιρό. Δεν μπορείς να φτιάξεις τον καιρό, αλλά πρέπει να φτιάξεις την οικονομία», κατέληξε, σημειώνοντας ότι το rebranding της Ελλάδας είναι εφικτό, γίνεται.