Η Ελλάδα θα παρακολουθείται με τριμηνιαίες αξιολογήσεις των Ευρωπαίων δανειστών, σε στενή συνεργασία με το ΔΝΤ
H Ευρωπαϊκη Επιτροπή ενέκρινε σήμερα την απόφαση για το πλαίσιο της «ενισχυμένης εποπτείας» στο οποίο θα υπαχθεί η Ελλάδα μετά τη λήξη του προγράμματος στις 20 Αυγούστου, προκειμένου να συνεχιστεί η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων που έχουν συμφωνηθεί.
«Από τις 20 Αυγούστου, η Ελλάδα θα βασίζεται στις δικές της δυνάμεις», ανέφερε ο αντιπρόεδρος της Επιτροπής, Βάλντις Ντομπρόβσκις, τονίζοντας ότι είναι σημαντικό η Ελλάδα να συνεχίσει τις συνετές δημοσιονομικές και μακροοικονομικές πολιτικές, καθώς και την ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων που έχουν συμφωνηθεί.
Ο Β. Ντομπρόβσκις τόνισε ότι η ενισχυμένη εποπτεία θα συνδυαστεί με τους κύκλους του ευρωπαϊκού εξαμήνου και θα πάρει τη μορφή της κανονικής εποπτείας όταν έρθει η ώρα. Προσέθεσε, δε, ότι η κανονική εποπτεία θα παραμείνει σε ισχύ όταν αποπληρωθεί το 75% των δανείων της Ελλάδας.
Πιερ Μοσκοβισί: Δεν υπάρχουν νέες δεσμεύσεις
Ο Επίτροπος Οικονομίας, Πιερ Μοσκοβισί, ξεκαθάρισε ακόμη μια φορά ότι η "ενισχυμένη εποπτεία" δεν είναι ένα τέταρτο πρόγραμμα, καθώς δεν συνεπάγεται νέες δεσμεύσεις ή προϋποθέσεις, αλλά έχει στόχο την ολοκλήρωση και την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων που έχουν ήδη δρομολογηθεί.
«Το να υποστηρίζει κανείς το αντίθετο είναι σαν να παίζει εναντίον της ομάδας του», ανέφερε ο Π. Μοσκοβισί, σημειώνοντας ότι «οι προσπάθειες της Ελλάδας έχουν αναγνωριστεί από όλες τις χώρες της ευρωζώνης και όλους τους θεσμούς».
Ο Π. Μοσκοβίσί ανέφερε ότι με τη λήξη του προγράμματος η Ελλάδα θα στραφεί με μεγαλύτερη ελευθερία στην κατάρτιση των δημόσιων οικονομικών της και θα διέπεται από τα ίδια μέτρα συντονισμού των ευρωπαϊκών πολιτικών, του λεγόμενου «ευρωπαϊκού εξαμήνου». Παράλληλα, όπως όλες οι χώρες που βγαίνουν από ένα πρόγραμμα προσαρμογής, η Ελλάδα θα εποπτεύεται από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και το ΔΝΤ. «Η παρακολούθηση της Ελλάδας θα είναι πιο στενή, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα», λόγω των φιλόδοξων μεταρρυθμίσεων και του υψηλού χρέους τής χώρας, ανέφερε ο Π. Μοσκοβισί και επισήμανε: Το πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας έχει στόχο να υποστηρίξει την ολοκλήρωση και εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που έχουν ήδη συμφωνηθεί και να δημιουργήσει ένα πλαίσιο καθησυχασμού για τους Ευρωπαίους πιστωτές και τους Ευρωπαίους πολίτες ότι η Ελλάδα θα τηρήσει τα συμφωνηθέντα.
Ο Π. Μοσκοβισί ανέφερε ότι η Ελλάδα θα παρακολουθείται με τριμηνιαίες αξιολογήσεις της Επιτροπής και των άλλων ευρωπαϊκών θεσμών (ΕΚΤ και ΕΜΣ) και σε στενή συνεργασία με το ΔΝΤ. Η εποπτεία των θεσμών θα εστιάσει στις συγκεκριμένες δεσμεύσεις που ανέλαβε η Ελλάδα στο πλαίσιο της συμφωνίας του Eurogorup της 21ης Ιουνίου και συγκεκριμένα σε έξι κατηγορίες: στις δημοσιονομικές και διαρθρωτικές πολιτικές, στην κοινωνική ασφάλιση, στις αγορές εργασίας και προϊοντων, στις ιδιωτικοποιήσεις και στο δημόσιο τομέα.
Ο επίτροπος Οικονομίας σημείωσε, μάλιστα, ότι κάθε έξι μήνες τα κράτη-μέλη μπορούν να αποφασίσουν για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, συνολικά κατά 4 δισ. ευρώ (επιστροφές των κερδών των κεντρικών τραπεζών από τα ελληνικά ομόλογα SMPs και ANFAs ).
Εξάλλου, ερωτηθείς για την απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης να διατηρήσει μειωμένο το ΦΠΑ στα ελληνικά νησιά, ο Π. Μοσκοβισί απάντησε ότι η Επιτροπή ενημερώθηκε κάποιες μέρες πριν, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Ιουνίου και προσέθεσε ότι η Επιτροπή κατανοεί την απόφαση αυτή της κυβέρνησης, ως αναγνώριση των ζημιών που έχουν υποστεί τα νησιά αυτά, λόγω των προσφυγικών ροών.
Ο Π. Μοσκοβισί τόνισε ότι η απόφαση για το ΦΠΑ έχει απόλυτα περιορισμένη δημοσιονομική επίπτωση και σε καμία περίπτωση δεν θέτει εν αμφιβόλω τη δυνατότητα επίτευξης του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα στο 3,5% του ΑΕΠ το 2018. Αντίθετα, σημείωσε, εκτιμάται ότι ο στόχος αυτός θα ξεπεραστεί το 2018.
Από την πλευρά του, ο Β. Ντομπρόβσκις απάντησε ότι είναι σημαντικό η Ελλάδα να συνεχίσει σε μια συνετή δημοσιονομική οδό ως το 2022, με στόχο την επίτευξη των στόχων για πρωτογενή πλεονάσματα. Προσέθεσε, ωστόσο, ότι όσο η ελληνική οικονομία ανακάμπτει θα υπάρχει κάποιο δημοσιονομικό περιθώριο, το οποίο προφανώς και η Ελλάδα θα μπορεί να χρησιμοποιήσει, είτε μειώνοντας τους φόρους, είτε χρηματοδοτώντας κοινωνικά προγράμματα.