Η αγορά εξοπλισμού και εκτάσεων γης προτεραιότητα των επιχειρήσεων του κλάδου
Σημαντική αύξηση κατά 40% των επενδύσεων στον κλάδο της εξορυκτικής βιομηχανίας τη διετία 2018-2019, σε σύγκριση με τη διετία 2016-2017, προβλέπει μελέτη του ΙΟΒΕ για λογαριασμό του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων (ΣΜΕ), που βασίστηκε στις εκτιμήσεις επιχειρήσεων-μελών του, που δραστηριοποιούνται σε όλες τις κατηγορίες ορυκτών (βιομηχανικά, μεταλλικά και αδρανή προϊόντα, καθώς και μάρμαρα).
Σε δήλωσή του προς το ΑΠΕ ο πρόεδρος του ΣΜΕ Αθανάσιος Κεφάλας υπογραμμίζει, ότι ο κλάδος μπορεί να αυξήσει σημαντικά τις επενδύσεις, όμως η ταχύτητα υλοποίησής τους θα επηρεαστεί από τις οικονομικές, χρηματοδοτικές, διοικητικές και ρυθμιστικές συνθήκες που θα επικρατήσουν. Ειδικότερα, στην κατηγορία των μεταλλικών προϊόντων, όπου περιλαμβάνεται το αλουμίνιο, ο βωξίτης, ο λευκόλιθος, η καυστική μαγνήσια κ.ά., τη διετία 2018-2019 αναμένεται να υλοποιηθούν περίπου 127,9 εκατ. ευρώ επενδύσεις, έναντι 89,2 εκατ.ευρώ περίπου την περίοδο 2016-2017.
Στην κατηγορία των βιομηχανικών ορυκτών (περιλαμβάνονται ορυκτά όπως ο μπεντονίτης, περλίτης, ανθρακικό ασβέστιο, ατταπουλγίτης, χουντίτης κ.ά.) σημειώνεται η μεγαλύτερη ποσοστιαία αύξηση κατά 62,7% τη διετία 2018-2019, έναντι της περιόδου 2016-2017. Στα αδρανή προϊόντα οι επενδύσεις αναμένεται να αυξηθούν κατά 8,6%, ενώ στα μάρμαρα οι επενδύσεις της διετίας 2018-2019 προγραμματίζονται να είναι ελαφρώς υψηλότερες σε σχέση με το 2017.
Όσον αφορά την κατηγορία επενδυτικών δαπανών, οι σχεδιασμένες επενδύσεις των εταιρειών που ανήκουν στην εξορυκτική βιομηχανία, αφορούν κυρίως την αγορά εξοπλισμού, ενώ σημαντικό τμήμα των επενδύσεων των επιχειρήσεων απορροφά η αγορά νέων εκτάσεων. Συγκεκριμένα, οι επενδύσεις που σχεδιάζονται τη διετία 2018-2019 θα κατευθυνθούν κατά 39,5% στην αγορά νέου εξοπλισμού. Η αγορά γης θα απορροφήσει το 33% των επενδύσεων, καθώς η εξορυκτική δραστηριότητα απαιτεί τη χρήση σημαντικών εκτάσεων. Το 10,4% των προβλεπόμενων επενδύσεων προορίζονται για έργα αποκατάστασης των χώρων εξόρυξης και του περιβάλλοντος και το 8,8% κατευθύνεται σε δράσεις για την ασφάλεια και την υγιεινή στους χώρους εργασίας, με στόχο την αποτροπή ατυχημάτων.
Ο ΣΜΕ σημειώνει πάντως ότι «μια σημαντική επένδυση που αφορούσε στην εξόρυξη χρυσού, είχε καταγραφεί ως σημαντική προοπτική τα έτη 2016-2017, με πάνω από 800 εκατ. ευρώ δαπάνη, η οποία θα ενίσχυε την απασχόληση, αλλά και τα φορολογικά έσοδα. Ωστόσο, οι καθυστερήσεις που προέκυψαν στην αδειοδότηση του έργου, έχουν αναχαιτίσει σημαντικά την ταχύτητα της υλοποίησης της επένδυσης, μειώνοντας και την έως τώρα επίδρασή της στην οικονομία».
«Κύρια προϋπόθεση για την επιτυχία του επιδιωκόμενου νέου παραγωγικού υποδείγματος της χώρας είναι οι επενδύσεις από τον εγχώριο και διεθνή ιδιωτικό τομέα», επισημαίνει σε δήλωσή του προς το ΑΠΕ ο πρόεδρος του Συνδέσμου Αθανάσιος Κεφάλας και προσθέτει: «Η εξορυκτική βιομηχανία της χώρας αποδεδειγμένα αποτελεί μαγνήτη ξένων επενδύσεων, αλλά και συστηματικό επενδυτή ακόμα και στα δύσκολα χρόνια της κρίσης. Όπως προκύπτει από την πρόσφατα επικαιροποιημένη μελέτη του ΙΟΒΕ για την εξορυκτική βιομηχανία και τη συμβολή της στην εθνική οικονομία, παρά την εντεινόμενη οικονομική εγχώρια κρίση, καταγράφονται σημαντικές επενδύσεις κάθε χρόνο που για το 2016 ανήλθαν σε 345 εκατ. ευρώ».
Τονίζει ακόμη, ότι «η αυξανόμενη πορεία των επενδύσεων συνεχίζεται και στο 2017 και εκτιμάται ότι θα συνεχίσει και το 2018. Ο κλάδος μπορεί να αυξήσει σε σημαντικό βαθμό τις επενδυτικές του επιδόσεις σε νέες εγκαταστάσεις-έργα, εξοπλισμό, προστασία του περιβάλλοντος και αποκατάσταση τοπίου, μεταλλευτική έρευνα καθώς και στην υγεία και ασφάλεια των εργαζομένων. Η ταχύτητα υλοποίησης των επενδύσεων όμως θα επηρεαστεί από τις οικονομικές, χρηματοδοτικές, διοικητικές και ρυθμιστικές συνθήκες που θα επικρατήσουν. Ανασταλτικοί παράγοντες της επενδυτικής δραστηριότητας του κλάδου, είναι η χρονοβόρα διαδικασία αδειοδότησης έργων σε κεντρικό και περιφερειακό επίπεδο, η έλλειψη χωροταξικού σχεδιασμού, η ανασφάλεια δικαίου που πλήττει την εμπιστοσύνη των επενδυτών καθώς και η εμφανιζόμενη σε αρκετά έργα αντίθεση από μη επαρκώς πληροφορημένες τοπικές κοινωνίες».