“Υπόθεση της γιαγιάς”: το ανθρώπινο γένος άρχισε να ζει περισσότερο συγκριτικά με τον κοντινό του συγγενή, τον πίθηκο, επειδή οι γιαγιάδες βοηθούν στην ανατροφή των εγγονιών τους. Επιβεβαιώνεται!
Επιστήμονες του πανεπιστημίου της Γιούτα των ΗΠΑ μετά από μια σειρά προσομοιώσεων σε υπολογιστές και πολύπλοκα μαθηματικά μοντέλα επιβεβαίωσαν ότι ο ρόλος των γιαγιάδων υπήρξε καταλυτικός στην εξέλιξη του ανθρώπινου είδους όπως το γνωρίζουμε σήμερα.
Οι μαθηματικοί υπολογισμοί του νέου μοντέλου δείχνουν ότι με λίγη αρχική βοήθεια από τις γιαγιάδες -και άσχετα με το μέγεθος του ανθρώπινου εγκεφάλου- τα ζώα που έχουν αρχική διάρκεια ζωής όπως οι χιμπατζήδες, εξελίσσονται μέσα σε λιγότερο από 60.000 χρόνια έτσι ώστε να αποκτήσουν την κατά πολύ μεγαλύτερη διάρκεια ζωής των ανθρώπων. Ενώ οι θηλυκοί χιμπατζήδες σπάνια ζουν μετά την περίοδο ανατροφής των παιδιών τους (συνήθως πεθαίνουν κοντά στην ηλικία των 30 ετών), στο ανθρώπινο είδος οι γυναίκες ζουν επί δεκαετίες μετά την ανατροφή των απογόνων τους.
Σύμφωνα με τις νέες προσομοιώσεις, χάρη στη φροντίδα των παιδιών από τις γιαγιάδες -κάτι στο οποίο ξεχωρίζουμε από τους πιθήκους- τα παιδιά που φθάνουν στην ενηλικίωση, ζουν πολλά περισσότερα χρόνια, κάτι που παρατηρείται ήδη στους κυνηγούς-συλλέκτες. Σήμερα, οι χιμπατζήδες φθάνουν στην ενηλικίωση σε ηλικία 13 ετών και μετά κατά μέσο όρο ζουν για άλλα 15 έως 16 χρόνια, ενώ οι άνθρωποι στις ανεπτυγμένες χώρες σήμερα ενηλικιώνονται περίπου στα 19 και ζουν κατά μέσο όρο άλλα 60 χρόνια.
Σύμφωνα με την “υπόθεση της γιαγιάς” όταν οι γιαγιάδες βοηθούν στη ανατροφή των εγγονιών τους, οι μητέρες -δηλαδή οι κόρες τους- είναι σε θέση να γεννήσουν περισσότερα παιδιά σε μικρότερα χρονικά διαστήματα. Καθώς αυξάνεται ο αριθμός των παιδιών που γεννιούνται, εκείνες οι λίγες γυναίκες που έζησαν αρκετά, ώστε οι ίδιες να γίνουν γιαγιάδες, είχαν περισσότερες ευκαιρίες να περάσουν τα γονίδια της μακροζωίας σε περισσότερους απογόνους τους και, κάπως έτσι, τελικά αυξάνεται ο μέσος όρος ζωής των ανθρώπων.
Η “υπόθεση της γιαγιάς” διατυπώθηκε για πρώτη φορά το 1997 από τους Αμερικανούς ανθρωπολόγους Κρίστεν Χόουκς, Τζέημς Ο'Κόνελ (πανεπιστήμιο Γιούτα) και Νίκολας Μπλέρτον (πανεπιστήμιο Καλιφόρνια Λος Άντζελες -UCLA).
Η θεωρία συζητείται από τότε κατά πόσο είναι σωστή. Μια κριτική έως τώρα ήταν ότι δεν διέθετε ένα μαθηματικό-βιολογικό μοντέλο να την στηρίζει, κάτι που πλέον ισχυρίζεται ότι αποτελεί η νέα μελέτη.
Η εν λόγω ανθρωπολογική θεωρία προέκυψε από επιτόπιες παρατηρήσεις των ερευνητών, στη δεκαετία του ΄80, σε φυλές κυνηγών-συλλεκτών της Τανζανίας, όπου ήταν αισθητός ο σημαντικός ρόλος των γιαγιάδων.