Αυξήθηκε το κόστος για τον εξοπλισμό και τις υποδομές που χρησιμοποιείται στον γεωργικό τομέα
Πλήγμα έχουν προκαλέσει σε όλες τις αγροτικές περιοχές των ΗΠΑ, οι οποίες στήριξαν ισχυρά τον Τραμπ, οι δασμοί στις εισαγωγές χάλυβα και αλουμίνιου, καθώς αυξήθηκε το κόστος για τον εξοπλισμό και τις υποδομές και αυτό οδηγεί ορισμένους αγρότες να ματαιώσουν τα σχέδιά τους για αγορές και επέκταση, όπως μεταδίδει το Reuters.
Χαρακτηριστική περίπτωση ο Λούκας Στρομ, που διαχειρίζεται μία οικογενειακή φάρμα με ιστορία αιώνα στο αγροτικό Ιλινόι, ο οποίος ακύρωσε την παραγγελία του ύψους 71.000 δολαρίων για την αγορά ενός κοντέινερ αποθήκευσης δημητριακών τον περασμένο μήνα, μετά την αύξηση από τον πωλητή της τιμής κατά 5% σε μία ημέρα. Ο λόγος ήταν, ότι οι τιμές του χάλυβα εκτινάχθηκαν αμέσως μετά την ανακοίνωση της επιβολής δασμών από τον Αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ.
Η επίπτωση από τις αυξήσεις των τιμών του χάλυβα στη γεωργία καταδεικνύει τις ακούσιες και απρόβλεπτες συνέπειες του επιθετικού προστατευτισμού σε μία παγκόσμια οικονομία. Και το πλήγμα σημειώνεται, ενώ οι αγρότες φοβούνται ένα πιο άμεσο κτύπημα από τους ανταποδοτικούς δασμούς, με τους οποίους έχει απειλήσει η Κίνα, σε καλλιέργειες όπως της σόγιας και του σόργου, που αποτελούν και τις μεγαλύτερης αξίας αμερικανικές εξαγωγές.
Η εταιρεία A&P Grain Systems στο Ιλινόις, η πωλήτρια του αποθηκευτικού κοντέινερ που ήθελε να αγοράσει ο Στρομ μαζί με έναν γειτονικό του αγρότη, αύξησε την τιμή της δύο ημέρες μετά την ανακοίνωση από τον Τραμπ της επιβολής δασμών στο αλουμίνιο και τον χάλυβα την 1η Μαρτίου για την προστασία των Αμερικανών παραγωγών των μετάλλων. «Θα μας κατέστρεφε η τιμή αυτή; Όχι. Σήμερα όμως πρέπει να είσαι έξυπνος με τις δαπάνες σου», δήλωσε ο Στρομ.
Οι δασμοί στα μέταλλα πλήττουν επίσης τους κατασκευαστές και πωλητές αγροτικού εξοπλισμού, από τις μικρές εταιρείες όπως η A&P Grains, έως παγκόσμιους γίγαντες όπως η Deere & Co και η Caterpillar. Οι εταιρείες αυτές δυσκολεύονται σχετικά με το αν και πώς θα περάσουν το υψηλότερο κόστος τους πρώτων υλών στους αγρότες, οι οποίοι κλονίζονται ήδη από τις χαμηλές τιμές των εμπορευμάτων εν μέσω μίας παγκόσμιας αφθονίας δημητριακών.
Ο πρόεδρος της A&P Grain Ντέιβ Αλτεπέτερ δήλωσε, ότι ο χάλυβας που χρησιμοποιείται στα αποθηκευτικά κοντέινέρ τους, παράγεται στις ΗΠΑ, αλλά και οι εγχώριες τιμές χάλυβα εκτινάχθηκαν λόγω των δασμών. Οι αμερικανικές χαλυβουργίες τυπικά αναπροσαρμόζουν τις τιμές τους μία φορά τον χρόνο, συνήθως στο πρώτο τρίμηνο, αλλά φέτος έχουν αυξηθεί τέσσερις φορές, πρόσθεσε. Η τιμή του χάλυβα που χρησιμοποιείται στα κοντέινερ αποθήκευσης δημητριακών της A&P εκτινάχθηκε περίπου 20% από την 1η Ιανουαρίου. «Κάθε φορά που υπήρχε κάποια συζήτηση, που επηρεάζει αρνητικά τη χαλυβουργία, αύξαναν τις τιμές», σημείωσε ο Αλτεπέτερ.
Πέρσι περίπου 95.000 τόνοι χάλυβα εισήχθησαν για τον αγροτικό κλάδο έναντι 14 εκατ. τόνων για την αμερικανική αυτοκινητοβιομηχανία, σύμφωνα με το American Iron and Steel Institute. Υπήρχαν άλλοι παράγοντες που ωθούσαν ανοδικά τις τιμές του χάλυβα πριν από τις πρόσφατες εμπορικές διαμάχες, όπως η βελτίωση της παγκόσμιας οικονομίας και η επιτάχυνση της μεταποιητικής και κατασκευαστικής δραστηριότητας, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ.
Ο Λευκός Οίκος παρέπεμψε τα ερωτήματα του Reuters στο αμερικανικό υπουργείο Γεωργίας, το οποίο δεν απάντησε στο αίτημα να σχολιάσει το θέμα. Ο Τραμπ και ο υπουργός Γεωργίας Σόνι Πέρντιου έχουν δεσμευθεί, ότι η αμερικανική κυβέρνηση θα προστατεύσει τους αγρότες από τους κινεζικούς δασμούς, χωρίς να εξηγήσουν πώς θα γίνει αυτό. Οι αμερικανοί αγρότες δεν έχουν περιθώρια για οποιαδήποτε μείωση των πωλήσεων τους. Το αγροτικό εισόδημα έχει μειωθεί περισσότερο από το μισό από το 2013, μετά από χρόνια μεγάλων σοδειών που είχαν συμπιέσει τις τιμές προϊόντων, όπως του καλαμποκιού και της σόγιας.
Η Βραζιλία, η Αργεντινή και η Ρωσία, που ανταγωνίζονται τις ΗΠΑ, αύξησαν την παραγωγή δημητριακών τους τα τελευταία χρόνια, μειώνοντας το μερίδιο της Αμερικής στις παγκόσμιες αγορές. Το Μεξικό εισήγαγε δεκαπλάσιες ποσότητες καλαμποκιού από τη Βραζιλία πέρσι και αναμένεται να αγοράσει ακόμη μεγαλύτερες ποσότητες το 2018, λόγω ανησυχιών ότι η επαναδιαπραγμάτευση της εμπορικής συμφωνίας NAFTA μπορεί να αποδιαρθρώσει τις προμήθειές του από τις ΗΠΑ.