ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΚΤΑΡΙΟ Β. ΝΩΤΗ
Ήταν το 2005, οπότε και στα γραφεία μεγάλης, πολυεθνικής εταιρείας συμβούλων, στην Αθήνα, έφταναν δύο φάκελοι για τη σωτηρία δύο ελληνικών επιχειρήσεων, που δοκιμάζονταν εκείνη περίοδο :
της αλλαντοβιομηχανίας ΘΡΑΚΗ, και
του ομίλου Λαναρά.
Τα έμπειρα στελέχη της εταιρείας έβαλαν κάτω νούμερα και οικονομικά στοιχεία, έκαναν μια ακτινογραφία των δύο "προβληματικών" περιπτώσεων και αποφάνθηκαν ότι μόνο η περίπτωση της ακριτικής βιομηχανίας είχε ενδιαφέρον για να εκπονηθεί σχέδιο αναδιάρθρωσης.
Αυτές οι δύο περιπτώσεις ήταν στην ουσία και εκείνες, που ξεκίνησαν την ιστορία των επιχειρηματικών αναδιαρθρώσεων στην ελληνική αγορά.
Όχι ότι δεν είχαν προηγηθεί και συζητηθεί άλλες νωρίτερα.
Αλλά δεν είχαν εξετασθεί σε αυτή την κατεύθυνση.
Σε ποια ακριβώς ;
Στη λογική του ενός τρίτου :
33% των χρεών διαγραφόταν,
33% επιμηκυνόταν
33% κεφαλαιοποιούνταν.
Αυτό στην ουσία σήμαινε ότι μέρος των δανείων, που αδυνατεί να αποπληρώσει μια επιχείρηση, κουρευόταν - με τον ένα ή τον άλλο τρόπο -, με παράλληλη είσοδο στην εταιρεία είτε των υποψήφιων επενδυτών, που συμφωνούν να βάλουν χρήματα, αφού έχουν πάρει το πράσινο φως από τις τράπεζες για τη ρύθμιση, είτε/και των ίδιων των τραπεζών.
Δηλαδή, οι ενδιαφερόμενοι μετοχοποιούν τα δάνεια, διότι βλέπουν περιθώρια ανάπτυξης, είτε άμεσα της ίδιας της εταιρείας, είτε έμμεσα, μέσω του κλάδου, όπου ανήκει.
Σκεφτείτε ότι τότε υπήρχε ακόμα σε ισχύ το άρθρο 44, που βοηθούσε στην εξυγίανση της επιχείρησης.
Αφού, λοιπόν, η επιχείρηση "καθάριζε", ερχόταν ο επενδυτής και έβαζε λεφτά ως κεφάλαια κίνησης για να αυξήσει τη δυνατότητα αποπληρωμής τοκοχρεολυσίων.
Δεν έλειπαν και οι περιπτώσεις, όπου και οι τράπεζες δέχονταν να βάλουν χρήματα.
Στο τέλος της ημέρας, η μετοχική σύνθεση διαμορφωνόταν είτε με τον επενδυτή να έχει το 51%, τις τράπεζες το 15%-20% και το υπόλοιπο ο μέτοχος, είτε καθένα από τα τρία μέρη να είχαν το 33,3%.
Έκτοτε, οι περιπτώσεις συζητήσεων για αναδιάρθρωση επιχειρήσεων δεν ήταν λίγες. Να θυμίσουμε, εκτός από τη ΘΡΑΚΗ, την ΑΛΤΕ του ομίλου Αλαμανή, την Πετζετάκις και πολλές άλλες.
Πολλές δεν προχώρησαν ποτέ, ή - αν προχώρησαν - αυτό έγινε με μεγάλη - και καταστροφική τελικά - καθυστέρηση. Για δύο λόγους :
Από τη μια, οι επιχειρηματίες αρνούνταν να βάλουν συνέταιρο στην εταιρεία τους. Επέλεγαν, δηλαδή, να διατηρήσουν την πλειοψηφία, χωρίς ρευστότητα, αντί να συνεταιριστούν με τους ενδιαφερόμενους επενδυτές, παραχωρώντας τους μετοχές, και οδηγούσαν έτσι το δημιούργημά τους στο λουκέτο.
Από την άλλη, οι επικεφαλής των αρμόδιων τμημάτων των τραπεζών φοβούνταν να βάλουν υπογραφή σε κούρεμα ή αναδιάρθρωση δανείων, καθώς ο εσωτερικός κανονισμός δεν τους έδινε την απαραίτητη ευελιξία. Όταν οι τράπεζες αποφάσισαν να γίνουν πιο ευέλικτες, τότε - σε πολλές περιπτώσεις - ήταν αργά για τα χρήματά που είχαν δανείσει, ή κατέληξαν να συμφωνούν σε πολύ μεγαλύτερο κούρεμα από το αρχικά προτεινόμενο.
Πλέον, με τις εξελίξεις στη Σελόντα και ευρύτερα στον κλάδο των ιχθυοκαλλιεργειών, η αρχή έγινε, με καθυστέρηση εννέα ετών. Και η συνέχεια περιλαμβάνει - σε πρώτη φάση - την ακτοπλοΐα και τη χαλυβουργία.